Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

«Τα παιδιά του Κάιν» - Νίκος Παναγιωτόπουλος

Θεωρώ πως αυτό το (έντονα αυτοβιογραφικό) μυθιστόρημα παρουσιάζει δύο σημαντικές αδυναμίες : έλλειψη οικονομίας λόγου και έλλειψη πλοκής. Αυτοί, και με αυτήν τη σειρά, είναι οι δύο λόγοι που –παρά το ότι είναι εμφανέστατο πως γράφτηκε με περίσσιο μεράκι– δεν μου επιτρέπουν να του δώσω θετική ψήφο.

                                                                                                                              
εκδ. Μεταίχμιο (2011) - σελ. 386


Έξι παλιοί εφηβικοί φίλοι, στα πενήντα τώρα πια, πηγαίνουν σε ένα νησιωτικό χωριό για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος. Εκεί, τριάντα χρόνια πριν, η ίδια παρέα είχε περάσει τις πρώτες της διακοπές και το τωρινό τριήμερο θα επαναφέρει μνήμες και γεγονότα που ο χρόνος και η απόσταση μεταξύ των μελών της είχαν σκεπάσει.
Μέσα από τις περίπου τετρακόσιες σελίδες περνά ολόκληρη η ζωή των έξι αυτών ανθρώπων (οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν μιαν ολόκληρη γενιά, τη γενιά των «εφήβων του ’79»). Βλέπουμε, λοιπόν, εδώ να αποτυπώνονται τα νιάτα τους, τα όνειρά τους, η ενηλικίωσή τους, η ωρίμανσή τους, το βόλεμά τους, η αποξένωσή τους, η μνήμη τους και η λήθη τους. Παράλληλα τις σελίδες διατρέχει μπόλικη μουσική ενώ υπάρχουν και αρκετές αναφορές σε βιβλία, ταινίες και γεγονότα των τελευταίων τριάντα ετών.

Τα «Παιδιά του Κάιν» δίνουν την εντύπωση πρωτόλειου (ενώ δεν είναι). Λέει τόσα πολλά πράγματα, προσπαθεί να περάσει τόσα πολλά μηνύματα, περιλαμβάνει τόσες πολλές αχρείαστες λεπτομέρειες και τόσες δαιδαλώδεις αναδρομές, που μάλλον κάπου χάθηκε το μέτρο.
Πιστεύω πως ο Παναγιωτόπουλος, θέλοντας να πει όσο περισσότερα μπορούσε, αγωνιώντας να χωρέσει τους πάμπολλους (υπαρκτούς) χαρακτήρες και μπόλικα βιώματα [βλέπε αυτοβιογραφικότητα], κάπου στην πορεία ξεστράτισε. Ο κυκεώνας προσώπων και πληροφοριών τον ρούφηξε και τον αποπροσανατόλισε, αποτρέποντάς τον από το να χτίσει αληθοφανέστερα και βαθύτερα τους χαρακτήρες του (οι οποίοι φορτώθηκαν με πάρα πολλές λεπτομέρειες, στον βωμό της στηλίτευσης της μεταπολιτευτικής κοινωνίας) και να δυναμώσει την –αρκετά χαλαρή– πλοκή του.

 Ένα ακόμη πρωτολειακό κουσούρι που παρατήρησα είναι η υπερβολικά εκλεπτυσμένη αφήγηση. Οι πάρα πολλές μεταφορές καθώς και οι συνεχείς εξεζητημένες λέξεις και εκφράσεις με κούρασαν αρκετά. Πιθανώς αυτό να ταίριαζε σε μία σχολική έκθεση ιδεών, όμως –κατά τη γνώμη μου, πάντα– στην λογοτεχνία, η γλώσσα οφείλει να εξυπηρετεί την εξιστόρηση του μύθου και όχι ο μύθος να λειτουργεί ως μέσο προβολής των γλωσσικών δεξιοτήτων (βέβαια, και για να είμαι απολύτως δίκαιος, η συγκεκριμένη επιλογή έκφρασης είχε ως αποτέλεσμα να σηκώσω κάμποσες φορές το μολύβι μου για να υπογραμμίσω όμορφες παραγράφους).

Αρκετά τα μειονεκτήματα που εντόπισα, αλλά ας γράψω και τα θετικά. Από αυτό που διάβασα, κρατάω την πολύ ιδιαίτερη συγγραφική προσέγγιση· μια γραφή που ακροβατεί από το παρόν στο προ τριακονταετίας παρελθόν και τούμπαλιν (με αυτά τα πέρα-δώθε να γίνονται διαρκώς και ασταμάτητα, ακόμα και μέσα σε λίγες γραμμές)· που δίνει τη σκυτάλη της εξιστόρησης άλλοτε σε έναν απροσδιόριστο δημιουργό κι άλλοτε σε συγκεκριμένο αφηγητή που απευθύνεται σε εμάς τους αναγνώστες· που φυτεύει διάσπαρτα μέσα στο κείμενο πινελιές αυτοαναφορικότητας.
Αυτά, και σε συνδυασμό με το αρκετά καλό «Γονίδιο της αμφιβολίας» στο οποίο δεν είχα εντοπίσει παρόμοια σημάδια φλυαρίας και συναφών αδυναμιών, αφήνουν προς το παρόν το αναγνωστικό μου αισθητήριο αναποφάσιστο σχετικά με το ράφι προτίμησης στο οποίο κατατάσσει τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ως συγγραφέα.





Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

«Τεκμήριο ενοχής» - Harlan Coben

Ξεκίνησα να το διαβάζω περιμένοντας απλώς μια ιστορία μυστηρίου, από αυτές που καταβροχθίζονται γρήγορα και ανεβάζουν την αδρεναλίνη, αλλά τελικά ήταν κάτι παραπάνω από αυτό.

εκδ. Anubis (2013) - σελ. 425
μτφ. Ηφαιστίων Χριστόπουλος


Η δημοσιογράφος Γουέντι Τάινς παρουσιάζει μια τηλεοπτική εκπομπή που ειδικεύεται στο να «πιάνει στα πράσα» παιδόφιλους. Ένα από τα «θύματά» της είναι ο Νταν Μέρσερ, ο οποίος όμως αρνείται όλες τις κατηγορίες. Τελικά, η νεαρή δημοσιογράφος βοήθησε να πιαστεί ένας ανώμαλος ή βιάστηκε να χαντακώσει έναν αθώο;

Προφανώς, τίποτα σε αυτήν την πολυπρόσωπη ιστορία δεν είναι όπως αρχικά φαίνεται. Πολλά μυστικά, άλλα πρόσφατα κι άλλα και κρυμμένα στο παρελθόν, έρχονται σιγά-σιγά στο φως από την Γουέντι, η οποία δεν σταματά μέχρι να ανακαλύψει την αλήθεια.
Η πλοκή είναι πολύ ωραία πλεγμένη (αν και μερικά σημεία θα μπορούσαν να είναι λίγο πιο λεπτομερώς δουλεμένα), το σασπένς είναι έντονο ενώ και οι ανατροπές δεν σταματούν παρά μόνο στο τέλος.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση είναι πως ο συγγραφέας, εδώ, βασανίζει αλύπητα τους ήρωές του. Όλοι βιώνουν τα προσωπικά τους δράματα· άλλος έχοντας χάσει άτομα της οικογένειάς του, άλλος περιμένοντας να βρεθεί το παιδί του που είναι μήνες εξαφανισμένο, άλλος έχοντας μπλεχτεί σε σκάνδαλο που του κοστίζει την καριέρα και την οικογενειακή γαλήνη, άλλος παίρνοντας την ευθύνη για σφάλματα άλλων, άλλος προσπαθώντας να αποδώσει μόνος του τη δικαιοσύνη που δεν αποδίδει ο νόμος, άλλος βασανιζόμενος από τύψεις συνείδησης, άλλος λαχταρώντας μια συγχώρεση που θα τον εξιλεώσει. Προσωπικά, είχα πολύ καιρό να λυπηθώ τόσο πολύ μυθιστορηματικούς ήρωες

Εκτός από την πλοκή και το μυστήριο, όμως, δεν λείπουν και κάποια ζητήματα άξια προβληματισμού.
Η κατανάλωση αλκοόλ από του εφήβους (που φαντάζομαι πως αποτελεί μεγαλύτερο πρόβλημα στην Αμερική από ό,τι εδώ) και το τι μπορούν οι γονείς να κάνουν για αυτό. Χαρακτηριστικά, ορισμένοι γονείς φτάνουν στο σημείο μέχρι και να οργανώσουν οι ίδιοι στο σπίτι τους πάρτι με αλκοολούχα ποτά για τα παιδιά τους, κάνοντας παράλληλα τα στραβά μάτια, με τη σκέψη πως «αφού θα πιουν είτε τους το απαγορεύσουμε είτε όχι, τουλάχιστον ας το κάνουν σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον». Κάποιοι συμφωνούν τη συγκεκριμένη τακτική, κάποιοι όχι.
Έπειτα, η συγχώρεση. Για πόσο μπορείς να διατηρείς το μίσος που  –δικαιολογημένα– έχεις για κάποιον που σε έβλαψε; Μήπως από ένα σημείο και μετά, ο αυτοσκοπός για εκδίκηση σου κατατρώει όλο το υπόλοιπο φάσμα της ζωής σου; Μήπως καταφέρνοντας να συγχωρήσεις, ελευθερώνεσαι κι εσύ ο ίδιος από τα ψυχοφθόρα δεσμά της επιθυμίας για εκδίκηση;
Τέλος, η ισχύς των φημών και των κουτσομπολιών. Ο λαός μας λέει «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Σύμφωνα με τον νόμο, καθένας είναι αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου, αλλά μήπως τελικά ισχύει το αντίστροφο; Μήπως, από τη στιγμή που σου κολλήσει η ρετσινιά, είσαι ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου; Κι ακόμα παραπέρα, μήπως από τη στιγμή που θα κυκλοφορήσουν οι φήμες, δεν θα έχει πλέον και τόση σημασία η αλήθεια;



Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

«Logicomix»

Η πολύ πρωτότυπη και έξυπνη ιδέα μιας μαθηματικής ιστορίας σε μορφή κόμικ, ανήκει στον Απόστολο Δοξιάδη και τον Χρίστο Παπαδημητρίου, ενώ ο πανέμορφος σχεδιασμός του βιβλίου έγινε από τον Αλέκο Παπαδάτο και την Annie Di Donna.

 εκδ. Ίκαρος (2008) - σελ. 350


Η ιστορία αφορά στον βρετανό ειρηνιστή, φιλόσοφο και μαθηματικό, Μπέρτραντ Ράσελ (1872-1970) και στην πορεία της ζωής του, με βασικό άξονα τα μαθηματικά και ειδικότερα τον κλάδο της Λογικής. Στην ουσία πρόκειται για μια φιλοσοφικο-μαθηματική μυθοπλαστική βιογραφία.

Τον Σεπτέμβριο του 1939 ο Ράσελ είναι προσκεκλημένος σε ένα αμερικάνικο πανεπιστήμιο για να δώσει μια διάλεξη πάνω στην Λογική. Εκεί συναντά ένα πλήθος που διαδηλώνει ενάντια στην εμπλοκή των Η.Π.Α. στον πόλεμο (που μαίνεται στην Ευρώπη). Οι διαδηλωτές, γνωρίζοντας τη φιλειρηνική στάση του Ράσελ, τον καλούν να ακυρώσει τη διάλεξη και να διαδηλώσει μαζί τους. Εκείνος, όμως, τους αντιπροτείνει να μπουν στην αίθουσα και να παρακολουθήσουν την διάλεξή του, λέγοντάς τους ότι αυτά που θα πει έχουν άμεση σχέση με τον πόλεμο.
Η ομιλία του διατρέχει όλη τη ζωή του· τα παιδικά χρόνια δίπλα στην αυταρχική γιαγιά του, τον πρώτο του γάμο, την γνωριμία του με τα μαθηματικά μέσω του Ευκλείδη, το «παράδοξο του Ράσελ», τη συνεργασία με τον Άλφρεντ Νορθ Ουάιτχεντ για τη συγγραφή των «Πρινκίπια Ματεμάτικα», τη γνωριμία του με άλλους μαθηματικούς της εποχής (Βίτγκενσταϊν, Γκέντελ, Φρέγκε, Χίλμπερτ, Φον Νόιμαν, κ.α.) και τις -συχνές- μεταξύ τους διαφωνίες, τον δεύτερο γάμο και τη γέννηση του γιου του, καταλήγοντας στα γεγονότα των ημερών, δηλαδή την επέλαση των ναζί στην Ευρώπη, θέμα για το οποίο άλλωστε «καιγόταν» το ακροατήριό του.
Στην αφήγηση του Ράσελ, παρεμβάλλονται οι συναντήσεις των δημιουργών του βιβλίου (ναι, οι ίδιοι οι δημιουργοί είναι και χαρακτήρες του κόμικ!), κατά τις οποίες κουβεντιάζουν το πώς θα προσεγγίσουν καλύτερα το θέμα τους, με τις απαραίτητες διαφωνίες, ενστάσεις και επεξηγήσεις.

Παρά την εξαιρετική ιδέα, τελικά το όλο εγχείρημα δεν με ενθουσίασε. Η πρόθεση του Δοξιάδη και του Παπαδημητρίου ήταν η αναζήτηση των θεμελίων και της διαδρομής του κλάδου της Λογικής στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά το Logicomix δεν κάνει ακριβώς αυτό. Μάλλον, για να είμαι πιο ακριβής, δεν κάνει τίποτα συγκεκριμένο. Θα έλεγα πως είναι ένα υβρίδιο που αποτελείται από δύο κομμάτια (μυθοπλασία και εκλαϊκευμένη επιστήμη), μη δίνοντας όμως σε κανένα από τα δύο το απαιτούμενο βάρος. Από τη μία ο μύθος, η ιστορία που διηγείται ο Ράσελ περνάει από πολλά γεγονότα αλλά κάπως επιδερμικά και χωρίς να προκαλεί μεγάλο ενδιαφέρον (ενώ αναλώνεται και σε μερικά περιττά μπλα-μπλα)· από την άλλη το καθαρά επιστημονικό κομμάτι το οποίο θίγεται ελάχιστα και δεν γίνεται αρκετά σαφές.

Πάντως, και ανεξάρτητα από το τελικό αποτέλεσμα, το κόμικ αυτό δίνει αρκετή τροφή για σκέψη και είναι άριστη αφορμή για περαιτέρω αναζητήσεις και διάβασμα.


Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2013

«Ο θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» - Γιάννης Μαρής


Ο «θάνατος του Τιμόθεου Κώνστα» πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες το 1961 στην εφημερίδα Ακρόπολις, με τον τίτλο «Μαύρος Άγγελος». Το 1987 προβλήθηκε στην τηλεόραση σε μια σειρά 22 επεισοδίων με τον Σταύρο Ξενίδη στον ρόλο του Μπέκα, ενώ πιο πρόσφατα ο πασίγνωστος αστυνόμος ενσαρκώθηκε και από τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη.

εκδ. Το Βήμα - σελ. 325


Ο Κώστας Νικόδημος επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από πολυετή παραμονή στο εξωτερικό με αφορμή το άνοιγμα της διαθήκης του θείου του, Τιμόθεου Κώνστα. Μέσα από διάφορες κουβέντες με τον κοντινό κύκλο του θείου του, υποψιάζεται πως κάποιος πρέπει να έβαλε το χεράκι του στον θάνατό του και αποφασίζει να το ψάξει περισσότερο.

Αρκετά είναι τα πρόσωπα που παρελαύνουν από τις σελίδες του μυθιστορήματος. Η Μάγδα (νεαρή χήρα του Κώνστα), ο δικηγόρος και φίλος του, ο ξάδερφος της Μάγδας και η μητέρα του, ένας συνεργάτης των γερμανών επί κατοχής, ένας διάσημος ηθοποιός του θεάτρου, η Σοφία Λόρεν που γυρίζει μια ταινία επί ελληνικού εδάφους, και ο –γνωστός και μη εξαιρετέος– αστυνόμος Μπέκας.

Ό,τι κι αν γράψω δεν θα προσθέσει κάτι στην ήδη αναγνωρισμένη αξία του Γιάννη Μαρή. Από τα δικά του αστυνομικά που έχω διαβάσει (Έγκλημα στη Μύκονο, Το κόκκινο βάζο και ετούτο), το ένα είναι καλύτερο από το άλλο· άλλωστε, ο Μαρής είναι πραγματικός μάστορας στο να πλέκει την υπόθεσή του και να σπέρνει έντεχνα εδώ κι εκεί τις υποψίες, αποτρέποντάς σε από το να φτάσεις στην άκρη του νήματος πριν εκείνος σου το επιτρέψει.
Έτσι κι εδώ, οι υποψίες μου έπεσαν σε όλους (ακόμα και τον ίδιο τον Μπέκα υποπτεύθηκα –ευτυχώς όμως όχι και τη Σοφία Λόρεν!) και ενώ με αυταρέσκεια πίστευα πως είχα βρει τη λύση, η τελική έκβαση ήταν ένα σενάριο που δεν είχε περάσει από τον νου μου.


Με αφορμή αυτό το βιβλίο, αναρωτιέμαι τι απήχηση θα είχαν διάφορα αναγνωρισμένα και ευρέως αποδεκτά έργα αν γράφονταν σήμερα.
Και εξηγούμαι : προσωπικά (και όσο η μικρή αναγνωστική μου πείρα μου επιτρέπει να κρίνω), βρήκα πως το συγκεκριμένο τεχνικά χωλαίνει λίγο. Ανεξάρτητα από την πολύ καλοφτιαγμένη πλοκή, σε μερικά σημεία η αφήγηση παρουσιάζει μικρά άλματα που σαμποτάρουν την ομαλή ροή, ενώ και οι διάλογοι πιστεύω πως θα χρειάζονταν ένα χτένισμα. Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και το ότι πρόκειται για ένα καθαρό αστυνομικό, χωρίς πολιτικές προεκτάσεις και κοινωνικό σχόλιο, θεωρώ πολύ πιθανό πως ένα τέτοιο έργο σήμερα δεν θα έφτανε καν μέχρι το τυπογραφείο.


Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2013

«Ο εγωιστής» - Nativel Preciado



Εμπειρία Εκδοτική (2002) - σελ. 190
μτφ. Μαριέττα Κωνσταντίνου


Ο Βαλτάσαρ Ορελιάνα, λίγο πριν τα εβδομήντα, ζει μια ζωή που πολλοί θα ζήλευαν. Πλούσιος, με γνωριμίες και εξουσία, συνδέεται με πολλές γυναίκες και ασχολείται με το χόμπι του, την συλλογή έργων τέχνης. Όμως, με αφορμή ένα επεισόδιο με την μνήμη του, γνωρίζει την γιατρό Θέλμα, μια γυναίκα που θα τον στιγματίσει.

Δεν μου άφησε πολλά το μυθιστόρημα αυτό. Παρότι μικρότερο από διακόσιες σελίδες, μου πήρε μισή εβδομάδα να το ολοκληρώσω. Πολλά θέματα περιλαμβάνονται· σεξουαλικότητα, γηρατειά, υγεία, ζωγραφική, εμπόριο έργων τέχνης –όλα ακροθιγώς και κανένα σε βάθος. Μου δόθηκε την αίσθηση πως η συγγραφέας, γράφοντάς το, δεν είχε συγκεκριμένο σκοπό. Σαν να μην μπορούσε να αποφασίσει προς τα πού ήθελε να το στρέψει και κεφάλαιο με κεφάλαιο έπαιρνε και διαφορετικό μονοπάτι, έτσι χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Επιπλέον, το οπισθόφυλλο δίνει έμφαση στην απώλεια μνήμης του ήρωα, προϊδεάζοντας για μια σειρά ανατροπών που αυτή επιφέρει, αλλά με απογοήτευση διαπίστωσα πως η σύνοψη αυτή δεν συμβαδίζει με το κείμενο, όπου το στοιχείο αυτό δεν παίζει τον κυρίαρχο ρόλο.
Πάντως, για να μην λέω μόνο τα αρνητικά, δεν μπορώ να μην επαινέσω την εξαιρετική σκιαγράφηση των δύο-τριών βασικών χαρακτήρων. Με λίγα περιληπτικά στοιχεία για καθέναν εξ αυτών, αισθάνεσαι σαν να τους γνωρίζεις ήδη πολύ καλά.

Εν τέλει, στο μυαλό μου έμεινε ως μια ιστορία για τα γηρατειά. Αυτό ξεχώρισα περισσότερο από όλα τα θέματα που θίγονται : το πώς η ακμαιότητα της νιότης αρχίζει σταδιακά να αποσύρεται ώσπου στην τρίτη ηλικία εξαφανίζεται και τίποτα δεν μπορεί να την επαναφέρει.



Το εξαιρετικό εξώφυλλο είναι το Nighthawks (1942) του αμερικάνου ζωγράφου Edward Hopper. Ο ίδιος πίνακας έχει χρησιμοποιηθεί ως εξώφυλλο και στο μυθιστόρημα «Ακούσιος μάρτυρας» του Gianrico Carofiglio.

 

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

«Από πού έρχονται τα σώβρακα» - Joe Bennett

Το βιβλίο αυτό πιθανώς να αδικείται λίγο από τον τίτλο και από το (ωραίο κατά τα άλλα) εξώφυλλό του, καθώς δεν αντιπροσωπεύουν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενο· παραπέμπουν περισσότερο σε μια φτηνή κωμωδία με βεβιασμένο χιούμορ, ενώ δεν είναι σε καμία περίπτωση έτσι. (Βέβαια, για να είμαι απόλυτα δίκαιος, η αλήθεια είναι πως ο ελληνικός τίτλος είναι πιστή μετάφραση του πρωτότυπου και το εξώφυλλο είναι πολύ καλύτερο από αυτό της πρωτότυπης έκδοσης).

 εκδ. Ωκεανίδα (2010) - σελ.254
μτφ. Μυρτώ Σπανδώνη


Ο Τζο Μπένετ αγοράζει ένα σετ πέντε σλιπ αντί 8,59 δολαρίων. Έκπληκτος από την εξωφρενικά χαμηλή τιμή, διερωτάται με ποιον τρόπο και με τι κόστος κατασκευάζονται ώστε να μπορούν να πωλούνται τόσο φθηνά (και να αποφέρουν κέρδος). Ξεκινώντας από το πολυκατάστημα όπου τα αγόρασε, φτάνει στην άλλη άκρη του νήματος : στην Κίνα, εκεί όπου κατασκευάζονται και από όπου εξάγονται σε όλον τον κόσμο. Αποφασίζει, λοιπόν, να κάνει ένα οδοιπορικό στην άγνωστη αυτή χώρα, με σκοπό να δει από κοντά τη διαδικασία κατασκευής και εξαγωγής των εσωρούχων, και για δύο μήνες περιπλανιέται στη Σαγκάη και σε κάποιες κινεζικές επαρχίες.

Το βιβλίο ετούτο ομοιάζει αρκετά με τις τηλεοπτικές ταξιδιωτικές εκπομπές, στις οποίες ο δημοσιογράφος κάνει μια βουτιά στα άδυτα της τοπικής κοινωνίας και μας παρουσιάζει την καθημερινότητά της.
Ο ίδιος ο Μπένετ είναι ο μέσος δυτικός πολίτης. Μεγαλωμένος σε αστικό περιβάλλον, έχοντας πολλές ανέσεις ως δεδομένες και εμποτισμένος με αρκετές προκαταλήψεις, αγνοεί ολοκληρωτικά την γοργή ανάπτυξη καθώς και τον πολιτισμό της Κίνας.
Έτσι, μέρα με τη μέρα, η έρευνά του ξεστρατίζει από τον αρχικό σκοπό της. Η περιέργεια (ή και καχυποψία) για την χαμηλή τιμή των κινέζικων προϊόντων, δίνει τη θέση της στην περιέργεια για μια χώρα που ενώ καλύπτει μια τεράστια έκταση και ο λαός της αποτελεί περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού της γης, εντούτοις ελάχιστοι δυτικοί γνωρίζουν την ιστορία της και την σύγχρονη πορεία της.

Μέσα από τις 250 περίπου σελίδες, λοιπόν, ο Βρετανός αρθρογράφος στην ουσία μας συστήνει την Κίνα και τον κινεζικό λαό.
Μας μιλάει για την εκρηκτική ανάπτυξη της συνεχώς εκβιομηχανιζόμενης ασιατικής χώρας, για τις θρησκείες και τον Βούδα, για την χαοτική διαφορά ανάμεσα στις πόλεις και στην περιφέρεια, για τις άσχημες συνθήκες εργασίας και τους χαλαρούς νόμους, για το αίσθημα ανωτερότητας των Κινέζων, τον τεράστιο σεβασμό τους στον θεσμό της οικογένειας, τον ρατσισμό αλλά και για την ευγένειά τους, για την κάκιστη οδηγική συμπεριφορά τους, για τα σώματα ασφαλείας, για τα φαγητά και τα τσοπστικς.

Πολύ καλογραμμένο, με εύθυμο λόγο που είναι συγχρόνως γραπτός και προφορικός, με αυθόρμητο χιούμορ και απαλλαγμένο από προκαταλήψεις και πολιτικώς ορθά σχόλια, το «Από πού έρχονται τα σώβρακα» διαβάζεται πολύ ευχάριστα και δίνει μια γενική εικόνα για μια χώρα και μια κοινωνία που οι περισσότεροι –όπως άλλωστε κι ο ίδιος ο συγγραφέας– γνωρίζουμε ελάχιστα.

Από όσο μπορώ να αντιληφθώ, η μετάφραση –λόγω του ιδιόμορφου συγγραφικού ύφους του Μπένετ– πρέπει να ήταν αρκετά απαιτητική. Εξαιρώντας μια-δυο γκάφες στις οποίες υπέπεσε, σε γενικές γραμμές την βρήκα πάρα πολύ καλή· προσωπικά, κατά την ανάγνωση αισθανόμουν τον ίδιο τον Μπένετ να μου εξιστορεί τις εμπειρίες του!

Και ένα βίντεο στο οποίο ο συγγραφέας διαβάζει τις πρώτες σελίδες.



Άλλο ένα βιβλίο σχετικό με την Κίνα είναι το μυθιστόρημα του Henning Mankell, «Ο άνθρωπος από το Πεκίνο».