Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

«Η φωνή των νεκρών» - Julián Sánchez



εκδ. Μίνωας – σελ. 554
μτφ. Λένα Φραγκοπούλου


Η προσωπική μου θεώρηση για το ιδανικό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι η εξής : έγκλημα, έρευνες, στοιχεία που οδηγούν σε νέα στοιχεία, διαρκής μετατόπιση των υποψιών και τελικά ανακάλυψη του ενόχου· κι όλα αυτά μέσα από σύντομες και περιεκτικές περιγραφές, με γρήγορο ρυθμό και μια καλή σκιαγράφηση των βασικών χαρακτήρων (κάτι ανάμεσα σε Μάρκαρη και Indridason, δηλαδή).

Ετούτο εδώ το βιβλίο διαφέρει αρκετά από τα παραπάνω. Ξεκινά μεν με την αναγγελία ενός εγκλήματος, αλλά η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη (για μένα). Η βασική παρέκκλισή του έγκειται στο ότι περιέχει έντονο το μεταφυσικό στοιχείο -το οποίο σπανιότατα συμπαθώ στην μυθοπλασία-, ενώ και ο λόγος του με ξένισε λιγάκι : υπέρ το δέον λυρικός αρχικά και περισσότερο περιγραφικός από όσο πρέπει προς το τέλος.
Από την άλλη, ο Σάντσεθ χρησιμοποιεί ένα ωραίο τέχνασμα, βάζοντας διαφορετικό αφηγητή σε κάθε κεφάλαιο, επιτρέποντάς μας έτσι να παρακολουθούμε την ιστορία πιο σφαιρικά. Το κακό, όμως, είναι ότι δεν διατηρείται αυτό το έξυπνο τρικ ως το τέλος, αφού από ένα σημείο και έπειτα ο πρωταγωνιστής, επιθεωρητής Δαβίδ Όσα, μονοπωλεί την αφήγηση στερώντας μας την σφαιρικότητα που προηγουμένως απολαμβάναμε.

Η μετάφραση (περισσότερο απόδοση μου έμοιαζε) μου φάνηκε καλή, απελευθερωμένη από καλούπια και στερεότυπα· η μεταφράστρια έχει επιλέξει μερικές ασυνήθιστες λέξεις και ένα χαλαρό κι ανεπιτήδευτο ύφος που σπάνια συναντάται σε μετάφραση. Αντίθετα, βρήκα προβληματική τη στίξη.

Σε γενικές γραμμές, πρόκειται για ένα αξιοπρεπές μυθιστόρημα, που κυλάει σαν νεράκι και κρατά ευχάριστη συντροφιά για μερικές ημέρες, αλλά δεν είναι αυτό που περιμένω εγώ να διαβάσω όταν ξεκινώ ένα αστυνομικό.



Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

«Dolce agonia» - Nancy Huston

Λένε πως οι δύο βασικοί άξονες, γύρω από τους οποίους κινείται ολόκληρη η λογοτεχνία, είναι ο έρωτας και ο θάνατος. Γύρω από τον δεύτερο άξονα, λοιπόν, κινείται η Χιούστον σε αυτό το φιλοσοφικό-υπαρξιακό μυθιστόρημα, επιχειρώντας μια μελέτη πάνω (στη ζωή και) στον θάνατο.


 
εκδ. Άγρα - σελ. 433
μτφ. Ειρήνη Τσολακέλλη


Ο ποιητής και καθηγητής, Σων Φάρρελ, έχει προσκαλέσει στο σπίτι του μερικούς φίλους και συναδέλφους, για τη βραδιά των Ευχαριστιών του 2000. Ο Θεός, που τα πάντα βλέπει και τα πάντα ελέγχει, έχει απομονώσει αυτό το απειροελάχιστο κομματάκι της ιστορίας της ανθρωπότητας, και αφήνεται στο να παρατηρεί τα δημιουργήματά του.

Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη πλοκή. Σχεδόν τίποτα δεν συμβαίνει στο δείπνο αυτό· αδέξιες φιλοφρονήσεις για το φαγητό, διαδοχικές αμήχανες σιωπές, τυπικές ερωτήσεις και αδιάφορες απαντήσεις πλανώνται βεβιασμένα στην ατμόσφαιρα. Ούτε έντονες συζητήσεις, ούτε αντεγκλήσεις, ούτε απρόσμενες αποκαλύψεις, παρά μόνο χλιαρές και ανώδυνες κουβέντες μεταξύ ανθρώπων που δεν γνωρίζονται (όλοι) καλά μεταξύ τους και ούτε δείχνουν καμία διάθεση να γνωριστούν καλύτερα.

Αντιθέτως, πολλά –πάρα πολλά– συμβαίνουν μέσα στα κεφάλια των συνδαιτυμόνων. Όλοι τους πλημμυρίζονται από δεκάδες σκέψεις που αφορούν στιγμές και καταστάσεις του παρελθόντος τους. Ελάχιστη σημασία δίνει ο καθένας στο τι λέγεται στο τραπέζι, παρά αρκείται στο να διεκπεραιώνει νωχελικά μια απάντηση και αμέσως να αφήνεται στις δαιδαλώδεις αναμνήσεις του, πίσω στα παιδικά χρόνια, στη σχέση με τους γονείς και τα αδέρφια, σε πρώην συντρόφους, σε ανεκπλήρωτα όνειρα, σε μυστικά· κυρίως, όμως, οι σκέψεις τους κολλάνε στους νεκρούς τους, στους ανθρώπους που παρότι έφυγαν, συνεχίζουν να είναι νοερά παρόντες.
Σε αυτά τα κομμάτια είναι που λάμπει η τέχνη της Χιούστον. Με μια αξιοθαύμαστη δεξιοτεχνία καταφέρνει να χτίζει εικόνες, να πλέκει περίτεχνες διαδρομές, να απομονώνει μικρές στιγμές και να τις περιγράφει με εξαιρετική λεπτότητα, χάρη και ακρίβεια, χαρίζοντάς μας μερικές πανέμορφες παραγράφους. Φυσικά, θα πρέπει να αποδοθούν τα δέοντα συγχαρητήρια και στην μεταφράστρια –χωρίς να έχω δει το πρωτότυπο, η μετάφραση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος, μου μοιάζει πραγματικός άθλος.

Ενδιάμεσα στην περιγραφή του δείπνου, ανά δύο κεφάλαια, παρεμβάλλεται η φωνή του Θεού. Εκείνος, με ηρεμία και αποφασιστικότητα, μας αποκαλύπτει το ακριβές μέλλον που επιφυλάσσει σε καθέναν εκ των συνδαιτυμόνων -πότε και πώς θα πεθάνει, αλλά και πώς θα έχει ζήσει μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή.
Συχνά, κοιτάζοντας τους ανθρώπους να εκπληρώνουν το πεπρωμένο τους επί της Γης, παρασύρομαι τόσο πολύ, ώστε σχεδόν κερδίζουν την εμπιστοσύνη μου. Μου δημιουργούν την παράδοξη εντύπωση ότι είναι προικισμένοι με ελεύθερη βούληση, αυτονομία, θέληση… Ξέρω καλά ότι αυτό είναι μια πλάνη, μια ανυπόστατη έννοια. Ελεύθερος είμαι μόνο εγώ! Κάθε σκαμπανέβασμα της τύχης τους είναι εκ των προτέρων προγραμματισμένο με δική μου πρόνοια· γνωρίζω το στόχο προς τον οποίο κατευθύνονται και το δρόμο που θα ακολουθήσουν για να τον πετύχουν· γνωρίζω τους φόβους τους και τις πιο μύχιες ελπίδες τους, τη γενετική τους σύσταση, τους πιο απόκρυφους μηχανισμούς της συνείδησής τους… Και εντούτοις, εντούτοις… δεν παύουν να με εκπλήσσουν.
Η αφήγηση του Θεού (μας) δημιουργεί έντονα συναισθήματα ματαιότητας, καθώς εκπέμπει μια θλιβερή βεβαιότητα πως όλα είναι προδιαγεγραμμένα, ότι οι ζωές των δώδεκα αυτών ανθρώπων που σαν ταινία περνούσαν από το μυαλό τους (και κατ’επέκταση και οι ζωές όλων μας) ήταν προ-αποφασισμένες, ότι όλες οι ελπίδες και τα σχέδια για το μέλλον είναι άσκοπα αφού τα πάντα έχουν ήδη δρομολογηθεί από τον Δημιουργό μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια, μέχρι τη στιγμή του τέλους.


Αν και θα το ήθελα λιγότερο καταθλιπτικό και με περισσότερη αλληλεπίδραση μεταξύ των χαρακτήρων, σε γενικές γραμμές χαίρομαι πολύ που ανακάλυψα και διάβασα αυτό το γεμάτο και εξαιρετικά καλοδουλεμένο μυθιστόρημα.