Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

«Υπόθεση Jacob» - William Landay

Μια δολοφονία ενός δεκατριάχρονου αγοριού και η πιθανή καταδίκη ενός συμμαθητή του, συνθέτουν έναν από τους χειρότερους εφιάλτες κάθε γονιού.


εκδ. Διόπτρα (2012) - σελ. 547
μτφ. Μαρία Κωνσταντούρου


Σε ένα αμερικάνικο προάστιο, ένα δεκατριάχρονο αγόρι βρίσκεται δολοφονημένο. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο βοηθός εισαγγελέα, Άντι Μπάρμπερ, όμως γρήγορα απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, όταν ο γιος του (και συμμαθητής του θύματος), Τζέικομπ, γίνεται ο κύριος ύποπτος και καταλήγει ως κατηγορούμενος στη σχετική δίκη.
Ο μέχρι πρότινος επιτυχημένος βοηθός εισαγγελέα, ο οποίος κυνηγούσε τους εγκληματίες, αναγκάζεται τώρα να περάσει στην απέναντι πλευρά και μάλιστα όχι απλώς ως συνήγορος υπεράσπισης, αλλά ως πατέρας του -ανήλικου- κατηγορούμενου (κι αυτό ίσως να είναι χειρότερο για αυτόν, ακόμα κι από να ήταν ο ίδιος κατηγορούμενος).

Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα κλασικό πολυσέλιδο δικαστικό θρίλερ, από αυτά που σου κρατάνε συντροφιά για μέρες, που χώνεσαι ολοκληρωτικά μέσα στην ιστορία τους, που συμπάσχεις με τους ήρωες και αδημονείς να μάθεις το τέλος. Καλογραμμένο, με συνεχές μυστήριο και αγωνία, με δυνατούς διαλόγους που κορυφώνουν την ένταση και με αλλεπάλληλα δικηγορίστικα τερτίπια· οι σελίδες γυρνάνε αδιάκοπα.

Στα δικά μου μάτια, όμως, δεν είναι μόνο αυτά. Είναι πολλά περισσότερα. Είναι η μάχη δύο συντετριμμένων γονιών να στηρίξουν το παιδί τους, η διαρκής (αλλά ανείπωτη) αμφιβολία που παλεύει με την γονική υποχρέωση για συμπαράσταση, οι αναπόφευκτες δεύτερες σκέψεις για πιθανά λάθη στην ανατροφή, η συνειδητοποίηση της ουσιαστικής άγνοιας της πραγματικής προσωπικότητας του παιδιού.

Οι γονείς του Τζέικομπ, ο Άντι και η Λόρι, είναι εκείνοι πάνω στους οποίους επικεντρώνεται η αφήγηση· κυρίως το πώς αυτές οι δύο τραγικές φιγούρες βιώνουν την όλη διαδικασία παρακολουθούμε. Από την αρχή ως το τέλος είναι δίπλα στο παιδί τους, μα συγχρόνως φαίνονται να διατηρούν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους την πιθανότητα πως ίσως και ο γιος τους να είναι δολοφόνος, χωρίς ποτέ όμως κανείς τους να τολμάει να το ξεστομίσει. Δεν θέλουν να δώσουν περιθώρια σε αυτήν την πιθανότητα, αν και δεν μπορούν να αρνηθούν την ύπαρξή της.
Μέσα από τις ανακρίσεις μαθαίνουν άγνωστες πτυχές της ζωής του Τζέικομπ, πως έπεφτε θύμα bullying, πως είχε ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, πως διάβαζε περίεργες σελίδες στο διαδίκτυο. Συνειδητοποιούν πως –όπως πιθανότατα και οι περισσότεροι γονείς του σχολείου– γνωρίζουν ελάχιστα το ίδιο τους το παιδί. Μοιραία κατηγορούν εαυτούς, ρίχνουν την ευθύνη επάνω τους, αναρωτιούνται ‘αν είναι δολοφόνος τότε εμείς δεν έχουμε ευθύνη, εμείς δεν τον φέραμε στον κόσμο και τον αναθρέψαμε;’ Και όλα αυτά οφείλοντας πάντα, για χάρη του παιδιού τους, να διατηρούν ένα προσωπείο δύναμης και σιγουριάς.

Το ότι ο πατέρας του Τζέικομπ αφηγείται την υπόθεση, καιρό μετά τα γεγονότα, προσθέτει μεν μια εκ των υστέρων γνώση και μια αντικειμενικότητα, αλλά ταυτόχρονα η αποστασιοποίηση αυτή στερεί ένα μέρος της τραγικότητας και της φόρτισης που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στο σπιτικό της οικογένειας του Τζέικομπ (και που, θεωρώ, είναι αυτό που κυρίως θέλει να αναδείξει ο συγγραφέας).



Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

«Ο έγκλειστος της Γάνδης» - Χρήστος Λεοντίου


Το πρωτόλειο του Χρήστου Λεοντίου αποδείχτηκε «υπερβολικά πρωτόλειο».

 
εκδ. Μιχαλη Σιδερη (2007) - σελ. 133


Ο Σάιμον Πέτερς, τεταρτοετής φοιτητής κλινικής ψυχολογίας στο πανεπιστήμιο της Γάνδης, έχει πολύ ασταθή ψυχολογία. Εκνευρίζεται εύκολα και διαρκώς, αποφεύγει παντελώς τους συμφοιτητές του και προτιμά συχνά να καταφεύγει στη μοναξιά ενός περιπάτου στο άλσος της πανεπιστημιούπολης. Αυτό, όμως, που θα τον φέρει στα όριά του, είναι η υποχρέωσή του να μοιραστεί τον κοιτώνα του με έναν νεοφερμένο πρωτοετή.

Υπέρ το δέον λακωνική η νουβέλα ετούτη, στερείται πολλών περιγραφών που θα μπορούσαν (και θα έπρεπε) να μας βάλουν πολύ καλύτερα στο περιβάλλον της ιστορίας. Η αίσθηση που μου δημιουργήθηκε είναι ότι μέσα στο μυαλό του Λεοντίου υπάρχει μεν ολοκληρωμένη η ιστορία, αλλά την αποτυπώνει μόνο περιληπτικά στο βιβλίο –θαρρείς και βιαζόταν να παραδώσει το χειρόγραφο! Η διαδοχή των σκηνών δεν είναι καθόλου ομαλή, ο χαρακτήρας του Σάιμον είναι προχειροφτιαγμένος και ανακόλουθος, ενώ η γενικότερη εικόνα που δίνεται είναι περισσότερο αυτή των σκόρπιων καταγραφών ενός (νοερού) ημερολογίου και λιγότερο μιας επαρκώς ειπωμένης ιστορίας.
Η κατάληξη της περιπέτειας του νεαρού Σάιμον ήταν ενδιαφέρουσα, αλλά δεν κατάφερε να σώσει την παρτίδα.


Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο των εκδόσεων Σιδερη που διαβάζω και δεν μπορώ να μην επαινέσω το πολύ καλής ποιότητας χαρτί και τα λιτά, καλόγουστα εξώφυλλα και οπισθόφυλλα. Αντίθετα, θα πρέπει να προσεχθεί η γραμματοσειρά, η οποία είναι πολύ μεγάλη.



Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

«Το λάθος» - Αντώνης Σαμαράκης

Δυσκολεύομαι να αποφασίσω σε ποια κατηγορία μυθιστορήματος εμπίπτει το «Λάθος». Κατά καιρούς το έχω δει να χαρακτηρίζεται ως αστυνομικό, θρίλερ, ψυχολογικό ή και φιλοσοφικό. Κατά τη γνώμη μου είναι όλα αυτά μαζί, μα πάνω από όλα είναι πολιτικό.

 εκδ. Το Βήμα (2011) - σελ. 279


Η Ειδική Υπηρεσία, όργανο του Καθεστώτος, συλλαμβάνει σε ένα καφενείο (το «Καφέ Σπορ») έναν ύποπτο ως αντι-καθεστωτικό. Μετά από μια αναποτελεσματική ανάκριση, ο προϊστάμενος αναθέτει στον μάνατζερ και στον ανακριτή να μεταφέρουν τον ύποπτο στο Κεντρικό της Ειδικής υπηρεσίας, στην πρωτεύουσα, εφαρμόζοντας παράλληλα το «Σχέδιο», με σκοπό να αποσπάσουν την ομολογία του.

Δεν θέλω να προσθέσω περισσότερα, για να μην αποκαλύψω πολλές λεπτομέρειες και χαλάσω την ανάγνωση κάποιου που σκοπεύει να το διαβάσει, αλλά νομίζω πως η σύντομη αυτή περίληψη αρκεί για να αντιληφθεί κανείς καταρχήν πως το καφκικό στοιχείο είναι εντονότατο. Κανένας και τίποτα δεν έχει όνομα (ο μάνατζερ, ο ανακριτής, ο προϊστάμενος, η Ειδική υπηρεσία, το Καθεστώς, ο άνθρωπος του «Καφέ Σπορ», η πρωτεύουσα, η Εθνική). Τίποτα δεν είναι σαφώς ονοματισμένο, όμως όλα δίνουν μια περίεργη αίσθηση πως είναι πολύ σαφώς ορισμένα.

Πολύ έξυπνη η συνεχής εναλλαγή μεταξύ τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης που μας βάζει μας στο μυαλό τόσο του ανακριτή όσο και του συλληφθέντος, και ακόμα πιο έξυπνη είναι η μη-γραμμική εξιστόρηση, την οποία δεν την αντιλαμβάνεσαι από την αρχή και όταν τελικά την πάρεις χαμπάρι, σου ρίχνει ένα χαστούκι λέγοντάς σου «να μάθεις να διαβάζεις πιο συγκεντρωμένα», ενώ συγχρόνως σε αναγκάζει να ξανασκεφτείς τα προηγούμενα, να κάνεις τη σύνδεση με αυτά που διαβάζεις τώρα και από εκεί και πέρα να έχεις τον νου σου συνεχώς, γιατί το ίδιο μοτίβο χρησιμοποιείται ως το τέλος.

Θεωρώ πως το έργο κάνει δυο μεγάλες κοιλιές· μία πριν τη μέση και μία λίγο πριν το τέλος. Στην πρώτη περίπτωση, δεν έχουν ακόμα ξεκαθαριστεί οι βασικοί άξονες της ιστορίας με συνέπεια να μην μπορείς να την παρακολουθήσεις εύκολα, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παρατήρησα μια αχρείαστη, κουραστική επανάληψη των πεπραγμένων και των σκέψεων του ανακριτή και του υπόπτου. Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, ο συγγραφέας φροντίζει να μας αποζημιώσει με την ανατρεπτική και δυνατή συνέχεια στην εξέλιξη –(φαινομενικά) περισσότερο στην πρώτη περίπτωση και λιγότερο στη δεύτερη.

Εξαιρετικές οι τελευταίες σελίδες· αν και υστερούν σε πλοκή, εντούτοις με ολοσέλιδες περιόδους-παραληρήματα που χαρακτηρίζονται από μια θεατρικότητα και μια εσωτερική ένταση, μοιάζουν σαν την φυσιολογική εξέλιξη όλων των προηγουμένων, κάνοντας το (μάλλον απρόσμενο) τέλος να μοιάζει εν τέλει απολύτως λογικό και αφήνοντας τον αναγνώστη να απορεί πώς και δεν είχε «δει» νωρίτερα το «λάθος».


Το «Λάθος» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1965, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και απέσπασε διεθνή αναγνώριση.

Για το Καθεστώς ΄φιλήσυχος πολίτης΄ δε σημαίνει τίποτα. Τίποτα! Οι άνθρωποι χωρίζονται μόνο σ’εκείνους που είναι με το Καθεστώς και σ’εκείνους που δεν είναι. Για να είσαι εχθρός του Καθεστώτος, δε χρειάζεται να έχεις πράξει κάτι αντίθετο προς το Καθεστώς. Φτάνει να μην είσαι με το Καθεστώς, να μην έχεις να εμφανίσεις θετική δράση υπέρ του Καθεστώτος.


Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

«Η απαγωγή του εκδότη» - Δ. Μαμαλούκας

Από μια σύντομη αναζήτηση στο διαδίκτυο, σχημάτισα την εντύπωση ότι το θρίλερ αυτό ίσως και να είναι το λιγότερο διαβασμένο από τα έργα του Μαμαλούκα. Αν είναι αλήθεια αυτό, τότε είναι κρίμα, γιατί πρόκειται για μια εξαιρετική ιστορία.

                                                 εκδ. Καστανιώτη (2005) - σελ. 436



Ο Πάολο Καστελίνι είδε την ονειρική ζωή του στην Αμερική να καταστρέφεται από τα καπρίτσια της Κάρλα Περούτσι, κακομαθημένης κόρης ενός πάμπλουτου και πανίσχυρου μαφιόζου. Έκτοτε, έχει βάλει σκοπό της ζωής του να εκδικηθεί τη γυναίκα που του στέρησε όσα με πολύ κόπο είχε καταφέρει να χτίσει και για να το πετύχει αυτό οργανώνει ένα ψεύτικο σχέδιο απαγωγής του συζύγου της.

Πολύ δυνατό το πρώτο κεφάλαιο, όπου με μια σύντομη αναδρομή μαθαίνουμε με λεπτομέρειες τον λόγο που ο Πάολο αποζητά διψασμένα την εκδίκηση και ταυτιζόμαστε μαζί του, λόγω της αδικίας που υπέμεινε. Έπειτα, και αφού η ένταση του πρώτου κεφαλαίου έχει κατακαθίσει, διάβασα κάπως μαγκωμένα τη συνέχεια, όπου διέκρινα μια περισσότερο ενθουσιώδη παρά ώριμη και προσεκτική γραφή (συνάντησα λεπτομέρειες που εξυπηρετούσαν τον μύθο μεν, χωρίς να με πείθουν απολύτως, δε), αλλά από τη μέση και ύστερα η εξέλιξη ήταν πραγματικά αριστοτεχνικά δουλεμένη, με τα εμπόδια να ανατρέπουν διαρκώς τα σχέδια των πρωταγωνιστών και την αγωνία να είναι παρούσα μέχρι και την τελευταία σελίδα (και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου -μέχρι την τελευταία σελίδα δεν έχει αποσαφηνιστεί η ακριβής έκβαση).
Το φινάλε είναι ανατρεπτικό· φαντάζομαι πως λίγοι θα επέλεγαν αυτήν την κατάληξη και αυτό ακριβώς είναι που την κάνει τόσο ξεχωριστή.

Στη λογοτεχνία συναντούμε συχνά ήρωες που δεν είναι απαραίτητα μόνο καλοί ή μόνο κακοί, ήρωες που δίνουν την εικόνα του κατατρεγμένου αλλά κρύβουν σκοτεινά μυστικά ή ήρωες που στάζουν μοχθηρότητα αλλά στην πορεία αποκαλύπτονται οι πηγές της φαινομενικής κακίας τους. Εδώ, όμως, ο Μαμαλούκας πετυχαίνει κάτι που είναι ένα σκαλοπάτι πιο πάνω : έχει πλάσει τους χαρακτήρες του με τέτοιον τρόπο ώστε να καταφέρνει, εν μέσω της δράσης, να μας αλλάζει διαρκώς τη γνώμη και τα αισθήματα για αυτούς, παλινδρομώντας μεταξύ συμπάθειας και μίσους, συγκατάβασης και απέχθειας.

 
Ο Πάολο είναι αρχικά το άξιο λύπησης θύμα, αλλά εύκολα περνά στην αντίπερα όχθη και η αντιπαθής Κάρλα φαίνεται να αφήνει τα ξεσαλώματα της νιότης της και να στρέφεται σε έναν πιο συνετό τρόπο ζωής. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, όμως, είναι ο κωφάλαλος γίγαντας Σάντρο, ένας δευτερεύων χαρακτήρας, τον οποίο εγώ προσωπικά αντιμετώπισα με κάποια απαξίωση αρχικά, ύστερα με αρκετή συμπάθεια, η οποία εν συνεχεία μετατράπηκε σε έντονη απέχθεια και τέλος τον είδα με ένα αίσθημα λύπησης.

Όπως στον Μόστρα, και εδώ πρωταγωνιστούν τα δύο ΄κολλήματα΄ που έχει ο Μαμαλούκας: η Ιταλία και τα αυτοκίνητα. Βέβαια, δεν τα βρίσκω καθόλου ενοχλητικά -αντίθετα μου αρέσει που τα επαναλαμβάνει στα βιβλία του καθώς βγάζουν την ειλικρινή αγάπη του γι'αυτά (και δημιουργεί και το προσωπικό του trademark). Α, και πολύ μου άρεσε που μέσα από την ιστορία επέστρεψα στην πανέμορφη Λευκάδα.


Σύμφωνα με τον συγγραφέα και μερικά site βιβλιοπωλείων, το συγκεκριμένο είναι εξαντλημένο. Αν είναι ακόμη έτσι, καλό θα είναι να κοιτάξει το ενδεχόμενο επανέκδοσης ο εκδοτικός οίκος, γιατί είναι κρίμα να μην διαβαστεί όσο το δυνατό περισσότερο αυτό το μυθιστόρημα και να μην δημιουργούνται καινούριοι "απαγωγάκηδες".