Μια δολοφονία ενός δεκατριάχρονου αγοριού και η
πιθανή καταδίκη ενός συμμαθητή του, συνθέτουν έναν από τους χειρότερους
εφιάλτες κάθε γονιού.
εκδ. Διόπτρα (2012) - σελ. 547
μτφ. Μαρία Κωνσταντούρου
Σε ένα αμερικάνικο προάστιο, ένα δεκατριάχρονο
αγόρι βρίσκεται δολοφονημένο. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο βοηθός εισαγγελέα, Άντι
Μπάρμπερ, όμως γρήγορα απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, όταν ο γιος του (και
συμμαθητής του θύματος), Τζέικομπ, γίνεται ο κύριος ύποπτος και καταλήγει ως
κατηγορούμενος στη σχετική δίκη.
Ο μέχρι πρότινος επιτυχημένος βοηθός
εισαγγελέα, ο οποίος κυνηγούσε τους εγκληματίες, αναγκάζεται τώρα να περάσει
στην απέναντι πλευρά και μάλιστα όχι απλώς ως συνήγορος υπεράσπισης, αλλά ως
πατέρας του -ανήλικου- κατηγορούμενου (κι αυτό ίσως να είναι χειρότερο για
αυτόν, ακόμα κι από να ήταν ο ίδιος κατηγορούμενος).
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένα κλασικό
πολυσέλιδο δικαστικό θρίλερ, από αυτά που σου κρατάνε συντροφιά για μέρες, που
χώνεσαι ολοκληρωτικά μέσα στην ιστορία τους, που συμπάσχεις με τους ήρωες και
αδημονείς να μάθεις το τέλος. Καλογραμμένο, με συνεχές μυστήριο και αγωνία, με
δυνατούς διαλόγους που κορυφώνουν την ένταση και με αλλεπάλληλα δικηγορίστικα
τερτίπια· οι σελίδες γυρνάνε αδιάκοπα.
Στα δικά μου μάτια, όμως, δεν είναι μόνο αυτά.
Είναι πολλά περισσότερα. Είναι η μάχη δύο συντετριμμένων γονιών να στηρίξουν το
παιδί τους, η διαρκής (αλλά ανείπωτη) αμφιβολία που παλεύει με την γονική
υποχρέωση για συμπαράσταση, οι αναπόφευκτες δεύτερες σκέψεις για πιθανά λάθη
στην ανατροφή, η συνειδητοποίηση της ουσιαστικής άγνοιας της πραγματικής
προσωπικότητας του παιδιού.
Οι γονείς του Τζέικομπ, ο Άντι και η Λόρι,
είναι εκείνοι πάνω στους οποίους επικεντρώνεται η αφήγηση· κυρίως το πώς αυτές
οι δύο τραγικές φιγούρες βιώνουν την όλη διαδικασία παρακολουθούμε. Από την
αρχή ως το τέλος είναι δίπλα στο παιδί τους, μα συγχρόνως φαίνονται να
διατηρούν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού τους την πιθανότητα πως ίσως και ο
γιος τους να είναι δολοφόνος, χωρίς ποτέ όμως κανείς τους να τολμάει να το
ξεστομίσει. Δεν θέλουν να δώσουν περιθώρια σε αυτήν την πιθανότητα, αν και δεν
μπορούν να αρνηθούν την ύπαρξή της.
Μέσα από τις ανακρίσεις μαθαίνουν άγνωστες
πτυχές της ζωής του Τζέικομπ, πως έπεφτε θύμα bullying, πως είχε ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, πως διάβαζε περίεργες σελίδες
στο διαδίκτυο. Συνειδητοποιούν πως –όπως πιθανότατα και οι περισσότεροι γονείς
του σχολείου– γνωρίζουν ελάχιστα το ίδιο τους το παιδί. Μοιραία κατηγορούν
εαυτούς, ρίχνουν την ευθύνη επάνω τους, αναρωτιούνται ‘αν είναι δολοφόνος τότε
εμείς δεν έχουμε ευθύνη, εμείς δεν τον φέραμε στον κόσμο και τον αναθρέψαμε;’ Και
όλα αυτά οφείλοντας πάντα, για χάρη του παιδιού τους, να διατηρούν ένα προσωπείο
δύναμης και σιγουριάς.
Το ότι ο πατέρας του Τζέικομπ αφηγείται την
υπόθεση, καιρό μετά τα γεγονότα, προσθέτει μεν μια εκ των υστέρων γνώση και μια
αντικειμενικότητα, αλλά ταυτόχρονα η αποστασιοποίηση αυτή στερεί ένα μέρος της
τραγικότητας και της φόρτισης που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή στο σπιτικό της οικογένειας του
Τζέικομπ (και που, θεωρώ, είναι αυτό που κυρίως θέλει να αναδείξει ο συγγραφέας).