Σάββατο 31 Μαΐου 2014

«Οι 4 γιοι του Δρ. Μαρς» - Brigitte Aubert

Όταν διαβάζω σε ένα οπισθόφυλλο μια πρωτότυπη ιδέα, πάντοτε αναρωτιέμαι πώς να την έχει ξεδιπλώσει ο συγγραφέας στις σελίδες του κι αν τελικά έχει καταφέρει να φτιάξει ένα κείμενο αντάξιο της αρχικής δυνατής του έμπνευσης.


εκδ. Περίπλους - σελ. 330
μτφ. Μαρία Τσάτσου


Ο δρ Μαρς ζει με τη σύζυγό του και τους τετράδυμους 18χρονους γιους τους. Μια μέρα η υπηρέτριά τους, Ζανί, ανακαλύπτει το κρυφό ημερολόγιο ενός από τους γιους, μέσα στο οποίο εκείνος περιγράφει τις συνεχόμενες δολοφονίες που διαπράττει αλλά δεν αποκαλύπτει ποιος από τους τέσσερις είναι. Τα πράγματα, όμως, σοβαρεύουν πολύ όταν και ο δολοφόνος ανακαλύπτει το κρυφό ημερολόγιο της υπηρέτριας.

Δεν υπάρχει η κλασική μορφή αφήγηση της ιστορίας, αλλά μαθαίνουμε τα γεγονότα μέσα από τις ημερολογιακές καταγραφές του δολοφόνου και της Ζανί, εύρημα που αυξάνει την ένταση και την αγωνία, ιδιαίτερα από τη στιγμή που και οι δυο συνειδητοποιούν ότι και ο άλλος διαβάζει το ημερολόγιό του, οπότε και η αλήθεια των γραπτών αναμειγνύεται με το ψέμα και την παραπλάνηση.
Όμως, κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά δεν ήταν αρκετά για να βγει ένα αντίστοιχα καλό αποτέλεσμα. Για πολλές σελίδες η πλοκή είναι μηδαμινή, φυτεύοντάς μου συχνές σκέψεις εγκατάλειψης της ανάγνωσης. Επίσης, η ιστορία δεν μου φάνηκε στέρεα χτισμένη· οι πράξεις των χαρακτήρων αιτιολογούνται ελλιπώς, ενώ και το τέλος –αν και εμπνευσμένο– δεν είχε προοικονομηθεί, παρά ξεφουρνίστηκε κάπως βεβιασμένα και χωρίς πολλές εξηγήσεις.

Τελικά, ετούτο εδώ το μυθιστόρημα ανήκει στην περίπτωση της καλής αρχικής ιδέας με αδύναμη υλοποίηση.


Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

«Η μάνα και το νόημα της ζωής» - Irvin Yalom

Σε ετούτη τη συλλογή έξι αφηγημάτων, μέσω της οποίας γνωρίστηκα με γραφή του Γιάλομ, περιλαμβάνονται τέσσερις αυτοβιογραφικές ιστορίες και δύο διηγήματα (με κεντρικό ήρωα τον ψυχοθεραπευτή Έρνεστ Λας).


 
εκδ. Άγρα - σελ. 333
μτφ. Ευ. Ανδριτσάνου & Γ. Ζέρβας


Ξεκίνησα στην ανάγνωση από τα τέσσερα αυτοβιογραφικά κείμενα και συγκεκριμένα από το πιο εκτεταμένο όλων, το 100-σέλιδο «Εφτά μαθήματα θεραπείας πένθους για προχωρημένους». Εδώ ο διάσημος ψυχοθεραπευτής μας περιγράφει το χρονικό της επίπονης τετραετούς θεραπείας της Αηριν, μιας γυναίκας που ξεκίνησε την ψυχοθεραπεία όταν ο σύζυγός της διεγνώσθη με όγκο, οπότε και ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για το τέλος του.

Στο «Ταξίδια με την Πώλα», μια καρκινοπαθής, κατά έναν περίεργο τρόπο, καταφέρνει και λειτουργεί περισσότερο ως μέντορας του θεραπευτή της παρά ως μια ευάλωτη θεραπευόμενη. Έτσι, με την πολύτιμη βοήθειά της, ο Γιάλομ πρωτοπορεί, οργανώνοντας ομαδικές θεραπείες για γυναίκες με καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο, προσπαθώντας να μελετήσει και να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής που τους απομένει.

Το «Southern comfort» αφορά μια ομαδική συνεδρία, η οποία παρότι ξεκίνησε πολύ χλιαρά και με ελάχιστες προοπτικές, τελικά ολοκληρώθηκε με εντυπωσιακό τρόπο, προκαλώντας τον θαυμασμό των εκπαιδευομένων ψυχοθεραπευτών προς τον Γιάλομ.

Στη «Μάνα και το νόημα της ζωής» (το αφήγημα που ξεφεύγει από το ύφος και τη θεματολογία των υπολοίπων πέντε), με αφορμή μια "συνάντησή" με την μητέρα του σε ένα όνειρό του, ο Γιάλομ καταφέρνει επιτέλους να κάνει μια ανοιχτή κουβέντα μαζί της –μια κουβέντα που, από ό,τι φαίνεται, θα έπρεπε να την είχε κάνει πολλές δεκαετίες πριν.

Στο μυθοπλαστικό μέρος τώρα, στη «Διπλή έκθεση», μια θεραπευόμενη ακούει τυχαία τη μαγνητοφώνηση των σημειώσεων του ψυχαναλυτή της, μαθαίνοντας έτσι την πραγματική του άποψη για εκείνη. Από το σημείο αυτό και ύστερα οι συνεδρίες παίρνουν μια εντελώς διαφορετική τροπή.

Τέλος, στο κάπως σουρεαλιστικό «Η κατάρα της ουγγαρέζικης γάτας», ο Έρνεστ Λας διεξάγει μια συνεδρία με έναν γιγάντιο γάτο, προσπαθώντας να τον πείσει να ζήσει το παρόν αντί να αναλώνεται στο να προσπαθεί να καθυστερήσει το αναπόφευκτο τέλος.


 Λίγο η διάκριση μεταξύ αληθινών και φανταστικών ιστοριών, λίγο τα ορισμένα στοιχεία (αναμενόμενης μυθιστορηματικής) υπερβολής των δύο διηγημάτων, εν τέλει τα τέσσερα αυτοβιογραφικά κείμενα μου άρεσαν περισσότερο, χωρίς βέβαια να μειώνεται η αξία και των υπολοίπων.

Ο κοινός παράγοντας και των έξι ιστοριών είναι η οπτική γωνία : όλες είναι ιδωμένες από τη σκοπιά του ψυχοθεραπευτή. Ο Γιάλομ με αυτόν τον τρόπο μας μεταφέρει σκέψεις και συναισθήματα που προφανώς έχει και ο ίδιος βιώσει κατά διάρκεια συνεδριών ή και ανάμεσα σε αυτές : αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα της θεραπείας· αισθήματα συμπάθειας, αντιπάθειας ή και σεξουαλικής έλξης για μια θεραπευόμενη· αναποφασιστικότητα για την επιλογή των κατάλληλων λέξεων που θα συγκεράσουν την ειλικρίνεια με το καλό του ασθενούς.

Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι η πλήρης απουσία διδακτισμού και επίδειξης. Ο Γιάλομ δεν βγάζει την εικόνα ενός παντογνώστη-υπερεπιστημονα, αλλά αντιθέτως δίνει την εικόνα ενός γιατρού που δεν παύει να ψάχνει συνεχώς την βέλτιστη πορεία της θεραπείας· δεν εμμένει μυωπικά στο πρωτόκολλο και τα στερεότυπα, δεν επαναπαύεται σε αυτά που έχει διαβάσει (και έχει γράψει) ούτε στην πεπατημένη που υποδεικνύουν οι επιστημονικές θεωρίες· δουλεύει εντατικά κι αυτός μαζί με τον ασθενή του –από τον οποίον αφήνεται να διδαχθεί κι ο ίδιος– και η θεραπεία τελικά αναδεικνύεται σε μια δημιουργική διαδικασία, μια διαρκή αλληλεπίδραση μέσα από την οποία και τα δύο μέρη εξελίσσονται, καθένας προσπαθεί να βοηθήσει τον άλλον βελτιώνοντας ταυτόχρονα και τον εαυτό του.


Στην ιστοσελίδα του, ο συγγραφέας εξηγεί αναλυτικά το τι τον οδήγησε να γράψει τα αφηγήματα και τι θέλει να μελετήσει ή να αναδείξει με καθένα από αυτά.


Τρίτη 13 Μαΐου 2014

«Το θαύμα της αναπνοής» - Δημήτρης Σωτάκης

Ένας άνδρας ανάμεσα στα τριάντα και τα σαράντα, απελπισμένος από την άθλια οικονομική του κατάσταση, αναγκάζεται να δεχθεί μια παράξενη δουλειά σε μια εταιρεία. Φαινομενικά τα καθήκοντά του είναι πολύ λίγα –έως και ανύπαρκτα– και η αμοιβή του δυσανάλογα υψηλή. Με τον καιρό, όμως, αντιλαμβάνεται ότι το αντίκρισμα των σημαντικών αυτών οικονομικών απολαβών είναι πολύ βαρύτερο από όσο αρχικά είχε μπορέσει να φανταστεί.


εκδ. Κέδρος - σελ. 209


Με αυτό το καφκικού ύφους, αλληγορικό μυθιστόρημα ο Σωτάκης θέλει κάτι να πει. Και ομολογώ πως αυτό το ‘κάτι’ δεν είναι μου ήταν εξαρχής τόσο ευδιάκριτο. Αρχικά δίνει την εντύπωση μιας παραβολικής κριτικής στις αδηφάγες εταιρείες-κολοσσούς που, εκμεταλλευόμενες την ανεργία και τη φτώχια, απομυζούν τους απελπισμένους ανθρώπους.
Όμως δεν είναι αυτό.
Κλείνοντας το βιβλίο είναι πια ξεκάθαρο αυτό το ‘κάτι’ για το οποίο μιλά ο συγγραφέας. Μιλά για το σήμερα, για τις στιγμές του παρόντος που συχνά θυσιάζουμε στον βωμό μιας μελλοντικής ευτυχίας. Για τις καθημερινές ευκαιρίες που τώρα προσπερνάμε χωρίς τύψεις, γιατί έχουμε την ψευδαίσθηση πως επενδύουμε σε κάτι μεγαλύτερο, κάτι σημαντικότερο : σε ένα καλύτερο αύριο.
Μόνο που αυτό το αύριο –αν και όποτε έρθει– δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα είναι αντάξιο των προσδοκιών μας· κανείς δεν μας υπογράφει ότι θα είναι τόσο λαμπερό και φωτεινό όσο το ονειρευόμαστε· δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα αξίζει τις σημερινές θυσίες μας, οι οποίες άλλωστε μας εμποδίζουν να γευτούμε το μοναδικό βέβαιο : το σήμερα.
«Δεν έχω άλλες αντοχές», του είπα. «Θέλω να ξεκινήσω πάλι τη ζωή μου, έμαθα αυτά που έπρεπε, ξέρω τα λάθη». Εκείνος με κοίταξε και χαμογέλασε, τέντωσε τις παλάμες του, δε μου έδινε πολλή σημασία αφού ταυτόχρονα έψαχνε κάτι με το βλέμμα του στις σημειώσεις που κρατούσε στα χέρια του. «Δε σ’τα είπανε;» με ρώτησε. «Η παράσταση δε θα γίνει τελικά, ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή». «Και η πρόβα;» ρώτησα. «Θα πάει χαμένη τόση πρόβα; Η κανονική μου ζωή πότε θα ’ρθει;» Φεύγοντας μου μίλησε. «Δεν έχει άλλο, αυτό ήτανε, τι νόμιζες;».

Το μυθιστόρημα δεν με κέρδισε αφηγηματικά. Το πρωτότυπο εύρημα (σε συνδυασμό και με την καφκική ατμόσφαιρα) δίνει ένα δυνατό ξεκίνημα, όμως ο αρχικός ενθουσιασμός σύντομα ατονεί και ύστερα δεν υπάρχει κάτι άλλο για να διατηρήσει το ενδιαφέρον και την αγωνία. Μάλιστα, παρά την κοφτή και λιτή γραφή, από την μέση και έπειτα, έπιασα τον εαυτό μου να βαριέται κάπως. Όπως και να’χει, όμως, κρατώ την αλληγορία και τις αναζητήσεις που επιχειρούνται μέσα από αυτό το κείμενο.



Μου άρεσε το ότι στις πρώτες σελίδες αναφέρονται όλα τα έργα του Σωτάκη, ασχέτως αν μερικά από αυτά ανήκουν σε άλλους εκδοτικούς οίκους. Επικροτώ αυτήν την τακτική και όχι μιαν άλλη, εκείνη που προσπαθεί να μας πείσει ότι η πορεία ενός συγγραφέα ξεκινά και τελειώνει μαζί με ένα συμβόλαιο.

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

«Η πτώση» - Albert Camus

Το βιβλίο αποτελείται εξολοκλήρου από τον χειμαρρώδη μονόλογο του Ζαν-Μπατίστ Κλαμάνς, ενός πρώην δικηγόρου Παρισίων, ο οποίος έχει πλέον εγκατασταθεί στο Άμστερνταμ. Για πέντε διαδοχικά βράδια παραληρεί για την ζωή του, έχοντας για ακροατή του έναν τυχαίο θαμώνα του μπαρ στο οποίο και ο ίδιος συχνάζει.

 
 εκδ. Καστανιώτη & FAQ - σελ. 89
μτφ. Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ &
& Μαρία Κασαμπαλόγλου-Ρομπλέν


Καταρχήν, πρόκειται για ένα καθαρά φιλοσοφικό δοκίμιο που απλώς έχει ντυθεί με έναν ανεπαίσθητο μανδύα μυθοπλασίας. Μέσα από αυτό, επιχειρείται μια περιγραφή και επεξήγηση διάφορων ανθρώπινων συμπεριφορών και συναισθημάτων, όπως η φιλία, η υποκρισία, η αγάπη, ο εγωισμός, η αυτοκτονία, η ζήλεια· όλα, όμως, κάτω από ένα αρνητικά προδιατεθειμένο πρίσμα, βάζοντας τον άνθρωπο στο σκαμνί του κατηγορουμένου θεωρώντας τον εκ προοιμίου ένοχο, πιάνοντας ένα-ένα τα ελαττώματά του και ξεσκίζοντας, με αφορμή αυτά, ολόκληρη την ανθρώπινη φύση.

Παρά την μικρή έκταση, το κείμενο είναι εξαιρετικά πυκνό και βρίθει νοημάτων, με συνέπεια να απαιτεί περισσότερο αναγνωστικό χρόνο από όσο θεωρητικά θα αντιστοιχούσε στον αριθμό των σελίδων του. Όμως, δεν χρειάζεται καμία βιασύνη· μπορεί -και πρέπει- να το διαβάσει κανείς με το πάσο του, καθώς θέλουν τον χρόνο τους για να χωνευτούν τα αποστάγματα φιλοσοφίας που μας χαρίζει ο Γάλλος συγγραφέας.
Βέβαια, εννοείται πως, οι ιδέες που παραθέτει εδώ ο Camus δεν είναι σε καμία περίπτωση θέσφατα, αλλά, αντιθέτως, αποτελούν μια πρώτης τάξεως τροφή για σκέψη πάνω στους ανθρώπους γενικότερα αλλά και στον εαυτό μας ειδικότερα, και έχω την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα βιβλίο που στοιχειώνει το μυαλό αρκετό καιρό μετά την ανάγνωση.

Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που θα ήθελα να μοιραστώ, αλλά για να μην καταλήξω να αντιγράψω ολόκληρο το βιβλίο, θα αρκεστώ στα παρακάτω :

I.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι είναι αδύνατο να ζούμε δίχως να εξουσιάζουμε ή δίχως να μας υπηρετούν. Κάθε άνθρωπος χρειάζεται σκλάβους και καθαρό αέρα. Το να εξουσιάζεις σου επιτρέπει ν’αναπνέεις, δεν συμφωνείτε; Ακόμα κι οι απόκληροι της κοινωνίας καταφέρνουν ν’ανασαίνουν. Κι ο πιο παρακατιανός στην κοινωνική κλίμακα έχει κάποιον υπό, το ταίρι του ή το παιδί του. Αν είναι εργένης, έχει το σκύλο του. Η ουσία, σε τελευταία ανάλυση, είναι να μπορείς να θυμώνεις, χωρίς ο άλλος να έχει το δικαίωμα να σου αντιμιλήσει.

II.
Όσο περισσότερο κατηγορώ τον εαυτό μου, τόσο περισσότερο έχω το δικαίωμα να σας κρίνω. Ακόμα καλύτερα δε, σας σπρώχνω να κάνετε την αυτοκριτική σας, πράγμα που μ’ανακουφίζει πολύ.

III.
Οι άνθρωποι πείθονται για τους λόγους που θέλετε ν’αυτοκτονήσετε, για την ειλικρίνειά σας και για τη σοβαρότητα των προβλημάτων σας, μόνο με το θάνατό σας. Όσο είστε ζωντανός, η περίπτωσή σας είναι ύποπτη, δικαιούστε μόνο τη δυσπιστία τους. Έτσι λοιπόν, αν είχατε την παραμικρή βεβαιότητα πως θα μπορούσατε ν’απολαύσετε το θέαμα, θ’άξιζε τον κόπο να τους αποδείξετε αυτό που δεν θέλουν να πιστέψουν και να τους καταπλήξετε. Εσείς όμως αυτοκτονείτε, και ποιο το νόημα αν σας πιστεύουν ή όχι; Δεν είστε παρών για να δρέψετε την κατάπληξη και τη συντριβή τους, παροδική άλλωστε, για να παρευρεθείτε επιτέλους –σύμφωνα με τ’όνειρο κάθε ανθρώπου– στη δική σας κηδεία. Για να σταματήσετε να είστε ύποπτος, πρέπει να σταματήσετε, πολύ απλά, να υπάρχετε.


Η προσωπική μου σειρά προτίμησης είναι : Πανούκλα – Πτώση – Ξένος