Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

«Πώς να κάνεις φίλους» - Άντριου Μάθιους

Πριν από τρία χρόνια είχα γράψει ένα κείμενο για την αναπάντεχη χαρά που αισθάνεσαι όταν εντελώς απρογραμμάτιστα αγοράζεις ένα βιβλίο που δεν ήξερες και αργότερα αποδεικνύεται διαμαντάκι.

Έτσι έγινε και πριν λίγες εβδομάδες, όταν σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο έπεσε το μάτι μου σε ένα βιβλίο ψυχολογίας με αφελές εξώφυλλο και με έναν από τους χειρότερους πιθανούς τίτλους. Δεν ξέρω τι με ώθησε να το ξεφυλλίσω, αλλά όταν διάβασα μερικές γραμμές, κατάλαβα ότι δεν πρόκειται για τις συνήθεις ανεφάρμοστες κοινοτοπίες που συγκέντρωσε κάποιος απλώς και μόνο για να δηλώνει εκείνος συγγραφέας και για να νομίζουν οι αναγνώστες ότι θα αλλάξουν δραστικά τη ζωή τους.


εκδ. Καστανιώτη - σελ. 201
μτφ. Νάσια Ποταμιάνου


Στην ουσία το βιβλίο αυτό δεν σου μαθαίνει το πώς να γνωρίσεις νέους φίλους και να κάνεις καινούριες παρέες. Ξεκινάει με το βασικότερο – δηλαδή το πώς πρώτα από όλα πρέπει να τα έχεις καλά με τον εαυτό σου – και στη συνέχεια επικεντρώνεται σε αυτό που λέει ο υπότιτλός του : στο πώς να τα πηγαίνεις γενικότερα καλά με τους άλλους.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2016

«Έγκλημα στο χρηματιστήριο» - Τζελίλ Οκέρ

Πριν από κάποια χρόνια είχε πέσει στα χέρια μου το άλλο αστυνομικό του Τούρκου συγγραφέα που έχει μεταφραστεί στα ελληνικά, το «Πτώμα με τα ποδοσφαιρικά παπούτσια». Δεν θυμάμαι πολλά, εκτός από το ότι είχε καταφέρει να με κρατήσει μονάχα για μερικές δεκάδες σελίδες προτού το εγκαταλείψω.

 
εκδ. Καστανιώτη - σελ. 211
μτφ. Στέλλα Χρηστίδου


Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, Ρεμζί Ουνάλ, αναλαμβάνει την παρακολούθηση μιας κοπέλας που εργάζεται σε χρηματιστηριακή εταιρεία. Λίγες ώρες μετά την έναρξη της παρακολούθησης, η κοπέλα πυροβολείται μέσα στη μέση του δρόμου και ο Ουνάλ θα πρέπει να βρει το τι μυστικά κρύβονται πίσω από αυτό που θεωρητικά θα ήταν μια απλή δουλειά ρουτίνας.

Διαβάζοντας το  «Έγκλημα στο χρηματιστήριο», κατάλαβα γιατί είχα παρατήσει το προηγούμενο μυθιστόρημα του Οκέρ, και ο λόγος δεν είναι άλλος από τον τρόπο γραφή του. Και εξηγούμαι : το θετικό είναι μεν ότι η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη (άρα και αρκετά ζωντανή), αλλά η όλη εξιστόρηση πρωταγωνιστή είναι τόσο αχρείαστα λεπτομερής και με μια διαρκή (δήθεν) ειρωνική διάθεση που καταντάει πολύ κουραστική και ενοχλητική. Χαρακτηριστικά, σε μερικά σημεία σκεφτόμουν πως στην ουσία ο ίδιος ο συγγραφέας χαλάει την ιστορία του, φρενάροντας συνεχώς τον ρυθμό με την -εν πολλοίς- ανούσια αφήγηση του Ουνάλ.
Η πλοκή είναι έξυπνη και βασίζεται σε κάποιες καλές ιδέες, αλλά στο σύνολο δεν είναι καθόλου δουλεμένη. Οι ωραίες ιδέες του Οκέρ δεν επεκτάθηκαν· έσπειρε υποψίες εδώ κι εκεί, αλλά δεν έφτιαξε την δαιδαλώδη πλοκή που θα κάνει ένα αστυνομικό μυθιστόρημα να είναι γεμάτο και χορταστικό.

Ολοκλήρωσα την ανάγνωση κάπως ψυχαναγκαστικά, απλώς και μόνο για να έχω μια άποψη για την γραφή του Οκέρ, άποψη η οποία και είναι αρνητική. 


Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

«Οι καταζητούμενες» - C.S. Forester

Στο πρώτο μισό του προηγούμενου αιώνα, μια τριαντάχρονη γυναίκα, η Μάρτζορι, ζει (συμβιβασμένη) με τον άντρα της και τα δυο παιδιά τους στα προάστια του Λονδίνου. Η ζωή της είναι από αδιάφορη έως δύστυχη και θα γίνει ακόμα χειρότερη όταν η αδερφή της βρίσκεται νεκρή και η Μάρτζορι υποπτεύεται πως ο άντρας της  κρύβεται πίσω από αυτό.


εκδ. Μεταίχμιο - σελ. 321
μτφ. Αλέξης Καλοφωλιάς


Αδιάφορο ανάγνωσμα, ένα μυθιστόρημα χωρίς εμφανή σκοπό από τον συγγραφέα, χωρίς αρχή-μέση-τέλος, χωρίς κορυφώσεις και εντάσεις και με ένα απογοητευτικό τέλος

Οι πρώτες διακόσιες σελίδες κυλούν πολύ αργά, με ελάχιστους διαλόγους και με συνεχείς περιγραφές των εσωτερικών σκέψεων των χαρακτήρων· όλα αυτά μας γνωρίζουν κάπως τους ήρωες αλλά δεν καταφέρνουν να κάνουν την ιστορία πιο ενδιαφέρουσα και δεν προκαλούν καμία αγωνία. Έπειτα, φαίνεται πως ο ρυθμός πάει να επιταχύνει και η πλοκή να γίνει πιο ιντριγκαδόρικη, αλλά η απογοήτευση γρήγορα δίνει τη θέση της στην προηγούμενη αδημονία.

Κατ’επίφαση (ψυχολογικό) θρίλερ, με αργό ρυθμό και άκρως προβλέψιμη εξέλιξη, δεν είναι σε καμία περίπτωση το ανάγνωσμα που θυμάσαι – ακόμα και μετά από λίγες ημέρες.


Στο δικό μου αντίτυπο, οι σελίδες 98, 99, 102, 103, 106, 107, 110, 111, 114, 115, 118, 119, 122, 123, 126, 127 δεν είχαν εκτυπωθεί.


Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

«Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» - Πέτρος Μάρκαρης

Ναι, ο Μάρκαρης ακολουθεί μια μανιέρα. Όλα του τα βιβλία με ήρωα τον αστυνόμο Χαρίτο είναι γραμμένα με τον ίδιο τρόπο. Ξέρεις ακριβώς τι θα διαβάσεις : πολύ γρήγορη αφήγηση, καθόλου περιττές περιγραφές και σάλτσες που απλώς γεμίζουν σελίδες, έξυπνες ατάκες, συνεχής αναφορά σε δρόμους και συνοικίες της Αθήνας, κριτική ματιά στα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας.

 Αυτή η μανιέρα μπορεί να δημιουργεί ένα μοτίβο που από κάποιο σημείο και μετά ίσως και να κουράζει λίγο, αλλά από την άλλη είναι ακριβώς αυτή που κάνει τα βιβλία του Μάρκαρη να είναι ο ορισμός της λέξης page-turner. Για αυτό και διάλεξα το τρίτο μέρος της «Τριλογίας της Κρίσεως» για να βγω από ένα αναγνωστικό τέλμα, στο οποίο είχα πέσει.


εκδ. Γαβριηλίδης (2012) - σελ. 323


Πρώτες μέρες του 2013 και η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει το ευρώ, επιστρέφοντας στην δραχμή. Η οικονομική κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και ο λαός είναι σε απόγνωση. Οι πληρωμές του δημοσίου αναστέλλονται και η οικογένεια του αστυνόμου –όπως οι περισσότεροι Έλληνες– σφίγγει κι εκείνη το ζωνάρι. Μέσα στην τραγική κατάσταση της χώρας, άτομα της γενιάς του Πολυτεχνείου δολοφονούνται το ένα μετά το άλλο.

Η αστυνομική πλοκή είναι πιο αδύναμη σε σχέση με τον γνωστό Μάρκαρη. Όπως είχα ξαναγράψει, η «Τριλογία της Κρίσεως» είχε ως σκοπό να αποτυπώσει την δύσκολη κατάσταση της χώρας και των Ελλήνων, αλλά  διαπιστώνω πως αυτό έγινε κάπως εμμονικά από τον συγγραφέα.
Μιλά για την γενιά του Πολυτεχνείου, που ένα μέρος της πάτησε πάνω στην αντιστασιακή δράση για να «βολευτεί», ενώ ασχολείται αρκετά και με την ακροδεξιά (που τότε, το 2012) ήταν σε άνοδο.
Όμως τα έκανε κάπως άκομψα. Για πρώτη φορά είδα διαλόγους του Μάρκαρη που να μην είναι απολύτως φυσικοί· σε ορισμένα σημεία οι χαρακτήρες μιλούσαν μόνο και μόνο για να πουν αυτά που ήθελε ο συγγραφέας, λες και είχε έτοιμες τις φράσεις και μετά έπρεπε να βρει οπωσδήποτε τρόπο να τις παραχώσει μέσα στην πλοκή!

Συνολικά, μια ευκολοδιάβαστη ιστορία, που λέει αυτά που είχε εξαρχής σκοπό να πει, αλλά ως εκεί.



Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

«Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο» - Alan Bennett

Άκρως βιβλιοφιλική νουβέλα, έχει ως θέμα της την αγάπη για τα βιβλία και για την ανάγνωση και θέλει να δείξει το πώς το διάβασμα μπορεί να γεμίσει δημιουργικά τις ώρες και να αλλάξει τη ζωή κάποιου – ακόμα και της ίδιας της βασίλισσας!


 
εκδ. Μεταίχμιο - σελ. 187
μτφ. Τρισεύγενη Παπαϊωάννου


Η βασίλισσα της Αγγλίας, από μια σύμπτωση, ξεκινάει ένα καινούριο χόμπι : το διάβασμα. Από εκείνη την ημέρα πού την χάνεις - πού την βρίσκεις, με ένα βιβλιο στο χέρι είναι. Το διάβασμα έχει πλέον τόσο μεγάλη αξία για εκείνην, που μετά βίας εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του αξιώματός της.  Όμως δεν αρκείται μόνο στο να απολαμβάνει την ανάγνωση, αλλά δεν χάνει ευκαιρία να προτρέπει και όλους όσους συναντά, να εντάξουν το διάβασμα στην καθημερινότητά τους.

Εμφανέστατη η (λίγο υπερβολικά δοσμένη) πρόθεση του βρετανού συγγραφέα να υμνήσει τις αρετές της ανάγνωσης και να αναδείξει την αξία των βιβλίων, αλλά τελικά μονάχα αυτή του η πρόθεση είναι που μου έμεινε. Το όποιο χιούμορ προσπάθησε να βγάλει, αλλά και ένας ελαφρύς σουρεαλισμός, δεν μπορώ να πω ότι ήταν του γούστου μου και εν τέλει ετούτη η νουβέλα καταγράφεται στον νου μου ως ένα αδιάφορο και άχρωμο ανάγνωσμα.
Κρατώ μονάχα μερικά -βιβλιοφιλικής χροιάς- αποσπάσματα, με τα οποία νομίζω πως οι περισσότεροι βιβλιόφιλοι λίγο-πολύ θα ταυτιστούν.

[…] κατέληξε σύντομα στο συμπέρασμα ότι τους συγγραφείς ήταν καλύτερα να τους συναντάς στις σελίδες τω μυθιστορημάτων τους, ότι ήταν κι αυτοί πλάσματα της φαντασίας του αναγνώστη όπως ακριβώς και οι ήρωες των βιβλίων τους.


Κάθε βιβλίο είναι μηχανισμός ανάφλεξης της φαντασίας.


«[…] μα η ενημέρωση δεν είναι διάβασμα. Για την ακρίβεια, είναι το ακριβώς αντίθετο. Η ενημέρωση είναι λακωνική, τεκμηριωμένη και συγκεκριμένη. Το διάβασμα είναι ανοργάνωτο, αμεθόδευτο και μονίμως δελεαστικό. Η ενημέρωση κλείνει ένα θέμα, το διάβασμα το διευρύνει συνεχώς».



Σάββατο 16 Απριλίου 2016

«Η παγωμένη πριγκίπισσα» - Camilla Läckberg

Το περασμένο καλοκαίρι πρωτογνωρίστηκα με την γραφή της σουηδέζας συγγραφέως και μου είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις.

 
εκδ. Μεταίχμιο - σελ. 525
μτφ. Γρηγόρης Κονδύλης


Επανερχόμενος τώρα σε ένα άλλο δικό της μυθιστόρημα, σχεδόν αμέσως αναγνώρισα τον τρόπο γραφής της – μανιέρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Η "μανιέρα", λοιπόν, είναι η εξής : κάποιο έγκλημα που συμβαίνει τώρα έρχεται να ανασύρει κάποια παλιά, καλά κρυμμένα γεγονότα και καταστάσεις, που κάποιοι γνωρίζουν αλλά προτιμούν να ξεχάσουν.

Η συγγραφέας Έρικα Φαλκ έχει επιστρέψει στο χωριό της, μετά τον θάνατο των γονιών της. Λίγες μέρες αργότερα θα βρεθεί νεκρή στη μπανιέρα της η Άλεξ, η καλή παιδική φίλη της Έρικας, με την οποία όμως δεν είχαν επαφές τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια.
Παράλληλα με τις έρευνες για το έγκλημα αυτό, παρακολουθούμε το πώς η Έρικα έρχεται κοντά με τον αστυνομικό Πάτρικ Χένστρεμ, αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Άννα (η αδερφή της Έρικας) με τον σύζυγό της.

Καθώς βρήκα πολλές ομοιότητες με τον «Ιεροκύρηκα» (και καθώς δεν θα έχει νόημα να αντιγράψω εξολοκλήρου την γνώμη που είχα τότε δημοσιεύσει), θα αρκεστώ μονάχα στο να παραπονεθώ για το τρικ που (όπως φαίνεται, επαναλαμβανόμενα) χρησιμοποιεί η Läckberg : δεν μας αποκαλύπτει το τι στοιχεία μαθαίνουν οι ήρωες την στιγμή ακριβώς που τα μαθαίνουν, παρά μας αφήνει με μια αγωνία και μας τα αποκαλύπτει αργότερα.
Κατά την γνώμη μου, αυτό είναι ένα (εντός πολλών εισαγωγικών) ανέντιμο τρικ εκ μέρους της συγγραφέως, αφού το όλο ζήτημα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το παιχνίδισμα μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη· και για να είναι δίκαιο και ενδιαφέρον το παιχνίδισμα αυτό, θα πρέπει ο αναγνώστης να γνωρίζει τα ίδια στοιχεία που γνωρίζει και ο συγγραφέας (ο οποίος έτσι κι αλλιώς έχει ένα προβάδισμα, δεδομένου ότι ο ίδιος έχει κατασκευάσει την πλοκή). Αυτή η "τεχνική" μου έδωσε την αίσθηση ότι είναι απλώς ένας τρόπος για να αυξηθεί ο αριθμός των σελίδων…

Σε κάποια σημεία βαρέθηκα λίγο, αλλά όταν ξεκίνησαν οι δυνατές αποκαλύψεις και ανατροπές το ενδιαφέρον μου αυξήθηκε κατακόρυφα. Σε γενικές γραμμές η «Παγωμένη πριγκίπισσα» μου άφησε θετική επίγευση και εάν με ρωτούσε κάποιος, θα του το πρότεινα.


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

«Σε βλέπω» - Chevy Stevens

Δεν μου άρεσε το μυθιστόρημα της Καναδής συγγραφέως. Προσδοκούσα να διαβάσω ένα page-turner θρίλερ, αλλά τελικά το «Σε βλέπω» απείχε αρκετά από κάτι τέτοιο.

 
εκδ. Διόπτρα - σελ. 494
μτφ. Φωτεινή Πίπη


Η ψυχίατρος Ναντίν Λαβουά αναλαμβάνει μια κοπέλα που έχει κάνει απόπειρες αυτοκτονίας. Σύντομα ανακαλύπτει ότι η νεαρή μέχρι πρόσφατα ζούσε σε ένα απομονωμένο Κοινόβιο, μια κλειστή ομάδα της οποίας ο αρχηγός έχει την ικανότητα να χειραγωγεί πειθήνια τους πάντες. Με αφορμή την εξομολόγηση της κοπέλας, η Ναντίν θυμάται την περίοδο που και εκείνη ζούσε στο ίδιο Κοινόβιο και προσπαθεί να ανακαλέσει θολές της μνήμες και να αναλύσει διάφορους ακατανόητους φόβους της.

Νομίζω πως η Stevens θέλησε να πει πολλά πράγματα με αυτό το μυθιστόρημά της και γι’ αυτό εν τέλει δεν κατάφερε να φτιάξει μια θελκτική ιστορία. Μας μιλάει για την σχέση μητέρας-κόρης (και μάλιστα εις διπλούν – τη σχέση της Ναντίν με τη μητέρα της και τη σχέση της Ναντίν με την κόρη της), μας μιλά -ακροθιγώς- για ψυχιατρικές διαταραχές (εδώ διέκρινα και ίχνη διδακτισμού), αλλά και για το πώς μπορεί μια μάζα ανθρώπων να χειραγωγείται και να ελέγχεται προς όφελος ολίγων. Το τελευταίο είναι και το μόνο που τελικά θα έχω να θυμάμαι από αυτό το βιβλίο.

Μου πήρε δέκα μέρες να το τελειώσω – ενδεικτικό του ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα που σε καθηλώνει και δεν μπορείς να το αφήσεις από τα χέρια σου. Οι εξαντλητικές περιγραφές των εσωτερικών μονολόγων της κεντρικής ηρωίδας ήταν για μένα πολύ κουραστικές και οι διάλογοι ήταν ελάχιστοι· σε γενικές γραμμές η συγγραφέας περισσότερο αναλώνεται στο να μας παραθέτει λεπτομερώς το τι σκέφτεται η Ναντίν Λαβουά για το καθετί παρά να μας τέρψει με μια γρήγορη και αγωνιώδη πλοκή.
Η κινηματογραφική γραφή των τελευταίων δεκάδων σελίδων σώζει κάπως τα προσχήματα και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό “θρίλερ” – όχι επιτυχημένα, πάντως.


Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

«Ιστορίες άμεσης θεραπείας» - William Glasser

Όσα περισσότερα βιβλία ψυχολογίας διαβάζω, τόσο περισσότερο διαπιστώνω πως στην Ψυχολογία (όπως άλλωστε και σε αρκετές επιστήμες) δεν είναι τα πάντα δεδομένα και κοινώς αποδεκτά από όλους τους ειδικούς. Συχνά πυκνά οι ειδικοί διαφωνούν πάνω σε συγκριμένα ζητήματα και τάσσονται υπέρ ή κατά ορισμένων θεωριών –ενίοτε εντελώς αντίθετων μεταξύ τους.

 
εκδ. Θυμάρι - σελ. 276
μτφ. Τατιάνα Τζουλούκωφ


Κάτι τέτοιο επιχειρεί εδώ και ο Αμερικάνος ψυχίατρος-ψυχοθεραπευτής. Μέσα από 12 ιστορίες ψυχοθεραπείας – αυτήν του Τζέρι που φαίνεται να πάσχει από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, του αλκοολικού Ρότζερ, του επιτυχημένου επιχειρηματία Τζορτζ που θέλει να γίνει γυναίκα, δύο ζευγαριών που ταλανίζονται από προβλήματα απιστίας (ή υποψία απιστίας), της νεαρής Ρεβέκκας που η επερχόμενη ακαδημαϊκή καριέρα δεν φαίνεται να την γεμίζει, μιας Ιρλανδής παντρεμένης που δεν θέλει με τίποτα να χωρίσει, ενός νεαρού ζευγαριού που εξουσιάζεται βασανιστικά από τον 3χρονο γιο του, κ.α. – ο William Glasser (1925 - 2013) προσπαθεί να μας αναλύσει την άποψή του πως οτιδήποτε κάνουμε και αισθανόμαστε είναι καθαρά αποτέλεσμα επιλογής μας.
Ελάχιστες περιπτώσεις, θεωρεί ότι, είναι θέμα τύχης (π.χ. ο αυτισμός). Κατά τα λοιπά, όσον αφορά τις σχετικά ελαφριές και μέτριες περιπτώσεις (δικοί μου χαρακτηρισμοί), εκτιμάει πως πρόκειται καθαρά για θέμα επιλογής, π.χ. πιστεύει πως η κατάθλιψη δεν είναι μια ασθένεια αλλά είναι εξολοκλήρου ατομική επιλογή – χαρακτηριστικά ο ίδιος το διατυπώνει «ο τάδε επιλέγει να καταθλίβεται» και όχι «ο τάδε πάσχει από κατάθλιψη» ή «ο τάδε είναι καταθλιπτικός».

Εκτός αυτών, ο Glasser παίρνει θέση και σε ένα ζήτημα που γεννά διαφωνίες στους κόλπους της ψυχικής υγείας : τα ψυχοφάρμακα. Τάσσεται σαφώς υπέρ της ψυχοθεραπείας και κατά της χορήγησης φαρμάκων. Αυτή του η θέση (λογικά) πηγάζει από την άποψη του ότι τα πάντα είναι θέμα επιλογής μας. Ως εκ τούτου, εφόσον επιλέγουμε να καταθλιβόμαστε ή να νιώθουμε στενοχωρημένοι ή να ακούμε φωνές (μία από τις ιστορίες) κτλ, τότε προφανώς και δεν υπάρχει λόγος να πάρουμε φάρμακα· αρκεί μονάχα και αλλάξουμε τις επιλογές μας.

Οι ιστορίες αυτές δεν μου έδωσαν την εντύπωση πως είναι πραγματικές, κυρίως καθώς πάσχουν έλλειψη αληθοφάνειας. Ορισμένοι θεραπευόμενοι, μετά από μόλις μία συνάντηση με τον γιατρό, χρησιμοποιούν φρασεολογία που θα άρμοζε περισσότερο σε ψυχολόγο παρά σε έναν καθημερινό άνθρωπο που, κάτω από το βάρος των προβλημάτων του, απευθύνεται σε ειδικό. Παρόλα αυτά, ακόμα κι αν δεν είναι 100% αληθινές ιστορίες, σίγουρα πρόκειται για παραλλαγές ή για μίξη πραγματικών περιπτώσεων ψυχοθεραπείας που διεξήγαγε ο Glasser.

Ως ένας άνθρωπος που δεν βρίσκεται εντός του κλάδου της ψυχικής υγείας, σε γενικές γραμμές θεωρώ πως η θεωρία του Glasser παρουσιάζει ενδιαφέρον και χαίρομαι που μου δόθηκε η ευκαιρία να την μελετήσω. Δεν μπορώ να πω ότι με βρίσκει απολύτως σύμφωνο – ίσως σε έναν μικρό βαθμό κάποια προβλήματά μας να είναι όντως ζήτημα οπτικής και επιλογής, αλλά μου φαίνεται υπεραπλουστευμένη η λογική του να αποδίδουμε (σχεδόν) τα πάντα εκεί.


Αυτό που αποκαλούμε ψυχική διαταραχή, ανεξάρτητα από τι προκαλείται, είναι ένας από τους εκατοντάδες τρόπους που οι άνθρωποι επιλέγουν να συμπεριφέρονται, όταν νιώθουν ανήμποροι να ικανοποιήσουν τις βασικές γενετικές τους ανάγκες, όπως η αγάπη και η δύναμη, στο βαθμό που αυτοί το επιθυμούν. (σελ. 19)

[…] ο καθένας μας ωθείται από πέντε γενετικές ανάγκες: Την επιβίωση, την αγάπη και την αίσθηση ότι ανήκουμε, τη δύναμη, την ελευθερία και την ψυχαγωγία. Όλη μας η συμπεριφορά, αποτελεσματική ή αναποτελεσματική, είναι πάντα η καλύτερή μας προσπάθεια, κάθε φορά, για να ικανοποιήσουμε μια ή περισσότερες απ’ αυτές τις ανάγκες. (σελ. 108)

Όταν δημιουργούμε παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις, μας βάζουν την ταμπέλα ότι είμαστε ψυχικά άρρωστοι. Όταν όμως, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν ή ο Πάμπλο Πικάσσο δημιουργούσαν κάτι καινούριο, κανείς δεν τους θεώρησε ψυχικά άρρωστους. Αυτή η ταμπέλα είναι ένα υποκειμενικό ψυχιατρικό συμπέρασμα: Αν η δημιουργικότητα είναι κακή, τότε μιλάνε για ψυχική αρρώστια, αν η δημιουργικότητα είναι καλή, τη θεωρούν ευφυΐα. (σελ. 157)



Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

«Διπλή παγίδα» - William Landay

Με το δικαστικό μυθιστόρημα «Υπόθεση Jacob», ο πρώην βοηθός εισαγγελέα (και νυν συγγραφέας) μου είχε αφήσει πολύ καλές εντυπώσεις. Όμως το δεύτερο δικό του μυθιστόρημα που διάβασα δεν δικαίωσε σε καμία περίπτωση  τις προσδοκίες μου, και τα διθυραμβικά σχόλια που υπάρχουν στο εξώφυλλο και στο οπισθόφυλλο κάθε άλλο παρά σύμφωνο με βρίσκουν.


εκδ. Διόπτρα - σελ. 502
μτφ. Γιώργος Μπαρουξής


Εδώ δεν έχουμε δικαστικό, αλλά ένα καθαρό αστυνομικό θρίλερ με δολοφονίες, υπόπτους, και μυστικά από το παρελθόν.
Σε ένα εξοχικό σπίτι μίας επαρχιακής πόλης των ΗΠΑ, ένας εισαγγελέας από την Βοστώνη βρίσκεται νεκρός. Η υπόθεση μεταφέρεται στην Βοστώνη, όπου αργά ή γρήγορα παλιές υποθέσεις και κρυμμένα μυστικά θα έρθουν στο φως για να λάμψει τελικά η αλήθεια.

Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για το page-turner αστυνομικό, που θα αδημονείς να διαβάσεις τη συνέχεια, που θα σε καθηλώσει με την αγωνία και τις ανατροπές του. Η πλοκή κυλάει αργά, η ένταση και η αγωνία παραμένουν διαρκώς σε χαμηλά επίπεδα και σε γενικές γραμμές θα έλεγα πως πρόκειται για ένα «χλιαρό» αστυνομικό.
Εκτός αυτών, διαπίστωσα και ένα σοβαρό “ατόπημα” εκ μέρους του συγγραφέα : η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη και είναι ο πρωταγωνιστής (ο νεαρός διοικητής, Μπεν Τρούμαν) που μας διηγείται τα γεγονότα. Παρόλα αυτά, σημαντικές πτυχές της υπόθεσης που έχουν άμεση σχέση με τον ίδιον, δεν μας γνωστοποιούνται παρά σχετικά αργά· γεγονός που δεν θα έπρεπε να είναι έτσι, δεδομένου ότι ο ίδιος –προφανώς– τις γνωρίζει εκ των προτέρων. Έτσι, θεωρώ πως, κατά κάποιον τρόπο, ο Landay “εξαπατά” τον αναγνώστη, αφού δεν του δίνει εγκαίρως τα απαραίτητα στοιχεία ώστε να έχει την ευκαιρία να μαντέψει την αλήθεια.

Τα μοναδικά σημεία που απήλαυσα ήταν εκείνα που αναφέρονται (ακροθιγώς, βέβαια) σε θέματα νομικής φύσεως, π.χ. για το πώς οι εισαγγελείς προσπαθούν να χτίσουν τις υποθέσεις τους, πώς οι συνήγοροι υπεράσπισης καλούνται να υπερασπιστούν τους πελάτες τους και –κυρίως– πώς το όλο νομικό/δικαστικό σύστημα είναι καταδικασμένο να μην είναι ποτέ του τέλειο, ακριβώς γιατί δημιουργήθηκε και διοικείται από ανθρώπους – που εκ φύσεως δεν είναι τέλειοι.

Εν τέλει η «Διπλή παγίδα» με απογοήτευσε και η γνώμη μου είναι ότι ο Landay μάλλον θα πρέπει να στραφεί αποκλειστικά στα δικαστικά θρίλερ, καθώς η πρότερη νομική του καριέρα τον βοηθά πολύ στο να φτιάχνει αληθοφανείς και ενδιαφέρουσες δικαστικές ιστορίες.