Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

«Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν» - Γιάννης Μαρής

Ένας οπερατέρ σε μια κινηματογραφική εταιρεία παραγωγής, ο Μάνος Αγγελίδης, καθώς επιστρέφει γύρω στα μεσάνυχτα με τον ηλεκτρικό από τον Πειραιά στην Αθήνα, σε κάποιον σκοτεινό δρόμο βλέπει ένα αυτοκίνητο να ξεφορτώνεται ένα γυναικείο σώμα. Δεν κατάφερε να δει τον οδηγό, αλλά διέκρινε ότι φορούσε σμόκιν. Από τους υπόλοιπους επιβάτες του βαγονιού κανένας δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Όταν την επομένη μαθαίνει ότι μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή στο σημείο που εκείνος είχε δει ό,τι είχε δει, τότε πάει κατ’ευθείαν στην Αστυνομία, όπου δεν θα του δίνεται και πολλή σημασία. Τότε, ωθούμενος από προσωπικό πείσμα, αρχίζει να σκαλίζει την υπόθεση.

 
εκδ. Το Βήμα - σελ. 323


Και εδώ, όπως και στον «Θάνατο του Τιμόθεου Κώνστα», ο αστυνόμος Μπέκας δεν είναι ο πρωταγωνιστής της ιστορίας. Αντίθετα, γύρω από τον Αγγελίδη είναι που περιστρέφονται όλα, τις ενέργειές του και τις έρευνές του παρακολουθούμε. Από ένα σημείο και μετά, όμως, ο περίφημος “χοντρός και με όψη καθημερινού λαϊκού ανθρώπου” αστυνόμος ενδιαφέρεται για την υπόθεση και (παρασυρμένος κι από την επιμονή του Αγγελίδη) προσφέρεται να συνδράμει ανεπισήμως στις έρευνές του νεαρού επίδοξου ερευνητή.


Στην σύγχρονη πεζογραφία, έχουμε την τάση να αναζητούμε το τι κρύβεται πίσω από τον μύθο που μας διηγείται ο εκάστοτε συγγραφέας, τι αντιπροσωπεύουν οι χαρακτήρες, τι επιχειρεί το κείμενο να στηλιτεύσει και τι να προωθήσει. Ακόμα και στα αστυνομικά πλέον (ίσως, κυρίως σε αυτά), ο προορισμός –δηλαδή η εύρεση του ενόχου– χρησιμεύει μόνο και μόνο ως αφορμή για να πραγματοποιηθεί το ταξίδι –δηλαδή η αφήγηση που θα κριτικάρει, θα σχολιάσει και θα πάρει θέση για μιας ευρείας γκάμας ζητήματα πολιτικοκοινωνικής φύσης.

Εδώ δεν (θεωρώ ότι) έχουμε κάτι τέτοιο· αντιθέτως έχουμε μια λεπτομερώς πεπλεγμένη αστυνομική ιστορία, από αυτές που γράφτηκαν στα πρώιμα στάδια της ελληνικής αστυνομικής μυθοπλασίας και που ως στόχο είχαν αποκλειστικά να τέρψουν το αναγνωστικό κοινό με μια καλο-κεντημένη διαδικασία εύρεσης του ενόχου και όχι να σχολιάσουν τα οποιαδήποτε κακώς κείμενα του τόπου –και τον στόχο της αυτόν τον πετυχαίνει εκτατό τοις εκατό.


Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

«Η φάρμα των ζώων» - George Orwell

Υπήρχε ένας Άγγλος συγγραφέας που είχε γράψει ένα βιβλίο για με θέμα τα ζώα.
– Δηλαδή;
– Ήταν μια φάρμα με ζώα, που ο ιδιοκτήτης τούς φερόταν πολύ απαίσια. Είδαν κι απόειδαν λοιπόν, και αποφάσισαν να επαναστατήσουν εναντίον του αφεντικού τους και να απελευθερωθούν από την “ανθρώπινη καταδυνάστευση”.
– Και τα κατάφεραν;
– Τα κατάφεραν. Κι έπειτα διαχειρίζονταν μόνα τους τη φάρμα και τη ζωή τους.
– Χμ, ενδιαφέρον…
– Ρόλο καθοδηγητικό, που λες, στην νέα τάξη πραγμάτων πήραν τα γουρούνια.
– Άσε, μη συνεχίζεις, κατάλαβα τη συνέχεια…

Κάπως έτσι, πριν από μερικά χρόνια, άκουσα για πρώτη φορά για τον Orwell και για το εξαιρετικά σημαντικό αυτό βιβλίο του. Και φυσικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο να προβλέψω την συνέχεια του μύθου, καθώς ο Orwell στην ουσία δεν «έπλασε μύθο», αλλά απλώς αποτύπωσε αλληγορικά συνήθεις ανθρώπινες συμπεριφορές.


εκδ. Καλοκάθη - σελ. 125
πρώτη έκδοση : 1945


Ως εισαγωγή της συγκεκριμένης έκδοσης παρατίθεται ο πρόλογος του ίδιου του Orwell για την ουκρανική έκδοση του βιβλίου, το 1947. Στον πεντασέλιδο αυτόν πρόλογο, μας εξιστορεί σε αδρές γραμμές τα βιώματά του και –κυρίως– τους λόγους που τον ενέπνευσαν να γράψει τη «Φάρμα των ζώων», καθώς και τον συμβολισμό που εμπεριέχει.

Θα αποφύγω να κάνω εκτενέστερη αναφορά, για να μην χαλάσω την αναγνωστική απόλαυση όποιων σκοπεύουν να το διαβάσουν στο μέλλον, όμως θα προσθέσω ότι το έργο αυτό είναι τόσο διαχρονικό και μπορεί άνετα μέσα στις λίγες του σελίδες να αποτυπώσει εικόνες και καταστάσεις ενός τεράστιου εύρους της ανθρώπινης ιστορίας (τόσο σε επίπεδο κρατών και πολιτικής, όσο και σε οποιονδήποτε καθημερινό μικρόκοσμο μπορεί κανείς να φανταστεί), που τελικά είναι αδύνατον να μείνει φυλακισμένο μέσα στα όρια της αρχικής έμπνευσης και σκοπού του συγγραφέα.

Τελικά, είναι μερικά έργα που ανεξάρτητα από τις συνθήκες και την αφορμή με την οποία γράφτηκαν, και όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα είναι επίκαιρα και θα μας δημιουργούν αυτόματους (συνήθως πικρούς) συνειρμούς με πρόσωπα και καταστάσεις που ζήσαμε ή ακούσαμε.