Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

«Ο άνθρωπος από το Πεκίνο» - Henning Mankell

Αυτό που θεωρώ αξιοσημείωτο σε ετούτο το μυθιστόρημα είναι η ιδιαιτερότητά του να εμπεριέχει κάμποσα είδη γραπτού λόγου : ξεκινά σαν αστυνομικό, συνεχίζει σαν ιστορικό μυθιστόρημα, έπειτα ως πολιτική σχολιογραφία και τελειώνει ως κατασκοπική περιπέτεια.


εκδ. Ψυχογιός (2012) - σελ. 549
μτφρ. Γιώργος Μπαρουξής


Τις πρώτες μέρες του 2006, σε ένα απομακρυσμένο σουηδικό χωριό, δεκαεννέα άνθρωποι δολοφονούνται φρικτά. Ενώ η αστυνομία κάνει τις έρευνές της, η δικαστής Μπιργκίτα Ρόσλιν από το Χέλσινμποργκ (που είναι μακρινή συγγενής κάποιων εκ των θυμάτων) ανακαλύπτει μέσα από κάποια ημερολόγια τις πιθανές αιτίες για το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Αιτίες που έχουν τις ρίζες τους σε ιστορίες σκλαβιάς και δουλεμπορίας που συνέβησαν ενάμιση αιώνα πριν, στην Κίνα και στις Η.Π.Α.

Κατ’αρχήν, το οπισθόφυλλο είναι σπόιλερ! Καλό θα είναι να μην το διαβάσει κάποιος, αν δεν θέλει να ξέρει από πριν ένα μεγάλο μέρος της αστυνομικής πλοκής (βέβαια, καθώς κυλούν οι σελίδες, ο συγγραφέας όλο και λιγότερο ασχολείται με την διαλεύκανση του εγκλήματος, αλλά αφιερώνεται πλήρως στον σχολιασμό της κοινωνικό-πολιτικής κατάστασης της Κίνας και της Αφρικής –θέμα που προφανώς είχε ως κύριο σκοπό να θίξει. Από αυτήν την άποψη, κάποιος που έχει πέσει στην παγίδα του οπισθόφυλλου, δεν χάνει μεγάλο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης).

Το μυθιστόρημα κινείται σε τρία επίπεδα. Αρχικά στη Σουηδία του 2006, όπου σε ένα χωριουδάκι λαμβάνει χώρα το μαζικό έγκλημα. Έπειτα στην Κίνα και τις Η.Π.Α. του 1860, όπου Κινέζοι σκλάβοι γίνονται αντικείμενα ιδιοκτησίας και αναγκάζονται να δουλεύουν σε απάνθρωπες συνθήκες και, τέλος, στην Κίνα και την Αφρική του 2006, όπου τα συμφέροντα εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων είναι τεράστια και η οικονομική ελίτ της Κίνας βλέπει μεγάλες ευκαιρίες κερδών και εξάπλωσης.
Κατά τη γνώμη μου, τα τρία αυτά επίπεδα δεν παρουσιάζουν έναν ικανοποιητικό ειρμό, αλλά δίνουν την εντύπωση πως συνδέθηκαν κάπως βεβιασμένα, απλώς για να ταιριάξουν στην ευρύτερη ιστορία που ήθελε ο συγγραφέας να πει.

 
Κατά τα άλλα, ο Μάνκελ (γεν. 1948) στηλιτεύει με μαεστρία το οικονομικό-πολιτικό σύστημα της Κίνας, που θεωρητικά ευαγγελίζεται οικονομική ανάπτυξη και βελτίωση των συνθηκών ζωής των πολιτών, αλλά η ανάπτυξη που προσπαθεί να επιτύχει είναι σε βάρος εκατομμυρίων εξαθλιωμένων κινέζων αγροτών και προς συμφέρον των λίγων (ήδη πλούσιων) που βρίσκονται στα κέντρα εξουσίας. Εκτός αυτού, η ανάπτυξη αυτή στηρίζεται και στην εκμετάλλευση φτωχών αφρικανικών κρατών, που με την μέθοδο της αποικιοκρατίας θα βρεθούν να εξαρτώνται αποκλειστικά από την Κίνα, τη στιγμή που όλος ο πλούτος που θα παράγουν θα γεμίζει μερικές (ήδη πλούσιες) κινέζικες τσέπες.
Στο σημείο αυτό, ο συγγραφέας, επιπλέον, αναδεικνύει και την εσωτερική αντιπαλότητα των μελών του κυβερνώντος κομμουνιστικού κόμματος, το οποίο διαιρείται σε δύο στρατόπεδα : αυτούς που επιθυμούν και προωθούν την ανάπτυξη όπως περιγράφηκε παραπάνω και τους υπόλοιπους, που επιμένοντας σε μια στάση λαϊκής αλληλεγγύης και δικαιοσύνης, αντιτίθενται σε μια τέτοια προοπτική και προτιμούν η ανάπτυξη της Κίνας να μην έρθει με τρόπους για τους οποίους οι ίδιοι παλαιότερα κατηγορούσαν τις ισχυρές δυνάμεις της γης ότι χρησιμοποίησαν.
Το θέμα με το οποίο καταπιάνεται δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς ο Μάνκελ είναι γνωστός ακτιβιστής και περνά αρκετό από τον χρόνο του στην Αφρική, προσπαθώντας να βοηθήσει τους μη-προνομιούχους κατοίκους της (περισσότερα στην συνέντευξή του στην εκπομπή «Οι κεραίες της εποχής μας» : 1ο μέρος, 2ο μέρος, 3ο μέρος).

Αν εξαιρέσει κανείς, λοιπόν, το ότι «Ο άνθρωπος από το Πεκίνο» παρεκκλίνει απρόσμενα από το μοτίβο του αστυνομικού μυθιστορήματος, αλλά και το γεγονός ότι μερικές σκηνές θα μπορούσαν να είναι περισσότερο αληθοφανείς, η ιστορία στο σύνολό της δεν με απογοήτευσε καθόλου –αντιθέτως, τη διάβασα με αρκετή ευχαρίστηση και δεν βαρέθηκα σε καμία στιγμή


Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

«Ποιός σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα» - Mark Haddon

Δανείστηκα το βιβλίο αυτό από μια φιλική βιβλιοθήκη χωρίς να έχω ακούσει τίποτα σχετικά. Στο οπισθόφυλλο δεν υπάρχει περίληψη και η μοναδική σύσταση που είχα ήταν το σχόλιο «είναι καλό» από τον κάτοχό του.
Ξεφυλλίζοντάς το, αργότερα, μου έκανε εντύπωση πως τα κεφάλαια δεν αριθμούνται με τον συνήθη τρόπο, αλλά ως εξής : 2, 3, 5, 7, 11, 13, 17, 19, 23, 29, …  Πολύ ωραίο εύρημα!

εκδ. Ψυχογιός (2004) - σελ. 294
μτφρ. Άννα Παπασταύρου


Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση, μπορώ να πω ότι πρόκειται για ΜΕΓΑΛΟ ΒΙΒΛΙΟ.

Ο δεκαπεντάχρονος Κρίστοφερ Μπουν ζει με τον πατέρα του στο Σουίντον. Είναι αυτιστικός και αυτό έχει ως αποτέλεσμα ο τρόπος σκέψης του και η συμπεριφορά του να είναι διαφορετική από των συνομηλίκων του. Καθώς ένα βράδυ ανακαλύπτει πως ο σκύλος μιας γειτόνισσας έχει δολοφονηθεί, βάζει σκοπό να βρει τον ένοχο, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του πατέρα του. Έτσι, ξεκινά τις έρευνές του, ψάχνοντας και ρωτώντας τους γείτονες -καταγράφοντας παράλληλα την εξέλιξη των ερευνών του έτσι ώστε να συνθέσει ένα αστυνομικό βιβλίο. Τελικά, όμως, η προσπάθεια λύσης του εγκλήματος αυτού θα τον οδηγήσει σε πολύ σημαντικές ανακαλύψεις για την οικογένειά του αλλά και για τον εαυτό του.

Στην ουσία πρόκειται για την θεώρηση της πραγματικότητας από την οπτική ενός αυτιστικού αγοριού. Ο Κρίστοφερ δεν μοιάζει με τους άλλους εφήβους. Έχει μια ιδιαίτερη συμπεριφορά που τον δυσκολεύει στις κοινωνικές συναναστροφές του, αλλά συνάμα έχει και μια εκπληκτική έφεση στις επιστήμες των μαθηματικών και της φυσικής. Δεν μπορεί να λέει ψέματα, απεχθάνεται το κίτρινο και καφέ χρώμα και έχει ένα ποντίκι για κατοικίδιο. Δεν θέλει να τον αγγίζει ποτέ κανείς και όταν εκνευρίζεται ή αγχώνεται λύνει γρίφους στο μυαλό του. Αντιμετωπίζει το καθετί τι με μια αξιοσημείωτη αντικειμενικότητα και ψυχραιμία, θαρρείς και λύνει ένα μαθηματικό πρόβλημα. Κυριολεκτεί πάντοτε και ο απόλυτα ευθύς -χωρίς ωραιοποιήσεις και στρογγυλεύσεις- λόγος του είναι συχνά αφοπλιστικός για τους γύρω του. Προσπαθεί συνεχώς να προσαρμόζει τις ανάγκες του και τις επιθυμίες του στις συμβάσεις της καθημερινότητας, αλλά μονίμως πέφτει πάνω στον τοίχο της αδυναμίας/αδιαφορίας των άλλων στο να αποδεχτούν τη διαφορετικότητά του και το γεγονός πως εκείνος ξεφεύγει λίγο από τις συμβατικές συνήθειες, χωρίς όμως αυτό να τον καθιστά κατώτερο ή παράξενο.


Παρότι το εξώφυλλο και η υπόθεση μπορεί να θεωρηθεί πως παραπέμπουν σε ένα παιδικό βιβλίο ή μια ανάλαφρη ιστορία για τους μικρούς μας φίλους, διαπίστωσα πως σε καμία περίπτωση δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Η γραφή του Haddon είναι τόσο απλή όσο χρειάζεται για να προσδώσει με αληθοφάνεια την οπτική ενός αυτιστικού αγοριού, αλλά δεν είναι καθόλου απλοϊκή και τα μηνύματα που μεταφέρει μόνο παιδικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. Η παρουσία μιας αίσθησης γλυκόπικρου χιούμορ είναι συνεχής, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις οι αντιδράσεις του Κρίστοφερ προκαλούν την συμπάθεια και τη συγκίνησή μας.

Για μένα, το σημαντικότερο μήνυμα του μυθιστορήματος είναι η ανάδειξη των διαφορετικών τρόπων αντιμετώπισης της ιδιαίτερης συμπεριφοράς ενός παιδιού, ακόμα κι από άτομα της ίδιας του της οικογένειας. Φαίνεται πως η έξω από τη συνηθισμένα συμπεριφορά ενός παιδιού δεν είναι κάτι που μπορούν όλοι να αντιμετωπίσουν με την ίδια επιτυχία, και είναι δυνατό σε ορισμένες περιπτώσεις να προκαλεί τέτοια προβλήματα ώστε να υπερνικά ακόμα και την (ανιδιοτελή και άνευ όρων) γονική αγάπη και να δημιουργεί ρήγματα στις οικογενειακές σχέσεις.

Πολύ χαίρομαι που έπεσε στα χέρια μου αυτό το βιβλίο και δεν μπορώ παρά να υποστηρίξω πως για βιβλία σαν κι αυτό αξίζει να διαβάζει κανείς λογοτεχνία!



Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

«Η μυστική διαθήκη της Πηνελόπης Γκαβογιάννη» - Γιάννης Μαρούδας

Το βιβλιοφιλικό-νουάρ μυθιστόρημα αυτό είναι το πρωτόλειο του σεναριογράφου και καθηγητή κινηματογράφου Γιάννη Μαρούδα (γεν. 1968).

εκδ. Ωκεανίδα (2007) - σελ. 413

Την περίοδο που το ποιητικό περιοδικό «Κιβωτός», έπειτα από είκοσι οκτώ χρόνια συνεχούς κυκλοφορίας, βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και ετοιμάζεται το τελευταίο τεύχος του, βρίσκει αναπάντεχη σανίδα σωτηρίας στην διαθήκη μιας πλούσιας φιλότεχνης, της Πηνελόπης Γκαβογιάννη. Και ενώ φαίνεται μια σανίδα σωτηρίας για το περιοδικό, τα μέλη της συντακτικής ομάδας –ο Μηνάς, ο Χάρης, ο Αντώνης και η Μάρω– μπλέκουν σε  διάφορες περιπέτειες που επισκιάζουν το απροσδόκητο νέο της διαθήκης.

Παρότι ο συνδυασμός της βιβλιοφιλίας με το σασπένς του νουάρ υπόσχεται ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα, εντούτοις ελάχιστα με συγκίνησε το πρωτόλειο έργο του Μαρούδα. Σε γενικές γραμμές σχημάτισα την εντύπωση πως ο συγγραφέας θέλησε να γράψει ένα μυθιστόρημα με κύριο άξονα την ποίηση και είχε την ιδέα να το καλύψει με τον μανδύα του νουάρ, σε μια προσπάθεια να το κάνει πιο ελκυστικό. Μια τακτική με την οποία δεν θα διαφωνούσα καθόλου, αν το αποτέλεσμα δεν έδινε την αίσθηση ενός αμήχανου μίξερ μερικών συστατικών best-seller.
Πιο συγκεκριμένα, είδα μερικούς κλισέ χαρακτήρες (π.χ. κλεισμένοι στον εαυτό τους, άφραγκοι και αντικοινωνικοί ποιητές, αδίστακτοι μεγαλο-εργολάβοι), ένα ελαφρύ πασπάλισμα τρομοκρατίας, μπόλικες αναφορές σε επιχειρηματικο-εκδοτικο-κυβερνητικά συμφέροντα, μια απαραίτητη δόση ερωτικού τριγώνου, εκβιασμών και αστυνομικών ερευνών, και ανάμεσα σε όλα αυτά μερικές αναφορές σε ποιήματα του Κάλβου, που δεν στάθηκαν ικανές να προσδώσουν κάτι το διαφορετικό.
Δεν θεωρώ πως όλα αυτά τα συστατικά έδεσαν επιτυχώς (η παρουσία των οποίων, φυσικά, από μόνη της δεν μπορεί να κάνει το αριστούργημα, αλλά ο δημιουργός είναι που θα τους δώσει την κατάλληλη υπόσταση και θα τα συνδέσει μεταξύ τους) και αναπόφευκτα το τελικό αποτέλεσμα δεν με ενθουσίασε.

Φυσικά η λογοτεχνία δεν είναι ούτε αγώνας δρόμου ούτε πεδίο ανταγωνισμού και συγκρίσεων μεταξύ συγγραφέων, αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω τη διαρκή αντιπαραβολή που συνέβαινε στον νου μου, κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, μεταξύ αυτού του βιβλίου και του «Μυστικού της τελευταίας σελίδας» του Νίκου Χρυσού. Με βασικό κοινό άξονα την ποίηση, επιχειρούν αμφότερα το χτίσιμο μιας ιστορίας γύρω από ποιητές και στίχους, αλλά -κατά τη γνώμη μου, πάντα- το δεύτερο υπερτερεί σαφώς, καθώς εμφανίζει μια ωριμότητα, μια πυκνότητα και μια αρτιότητα στη δομή της πλοκής που είναι πραγματικά αξιοζήλευτη.


Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

«Λυκοφιλίες» - Saskia Noort

Στο αυτί του βιβλίου αναφέρεται ότι το θρίλερ αυτό «υπήρξε η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των τελευταίων χρόνων στην Ολλανδία». Με δεδομένο αυτό, οι προσδοκίες που είχα δεν επιβεβαιώθηκαν απολύτως.

εκδ. Καστανιώτη (2008) - σελ. 291
μτφρ. Ινώ Βαν Ντάικ - Μπαλτά


Η υπόθεση : Η Κάρεν μετακομίζει με την οικογένειά της σε ένα χωριό. Εκεί γνωρίζεται με άλλα ζευγάρια της ηλικίας της και σιγά-σιγά συνθέτουν μια μεγάλη παρέα. Μια παρέα που φαινομενικά αποτελείται από επιτυχημένα και ευτυχισμένα ανδρόγυνα, αλλά όταν ένα μέλος της καίγεται μέσα στο σπίτι του και ένα δεύτερο πέφτει από ένα μπαλκόνι -και καθώς η Κάρεν δεν πιστεύει πως πρόκειται για αυτοκτονίες- τότε πολλά μυστικά θα βγουν στην επιφάνεια.

Το μυθιστόρημα της δημοσιογράφου Saskia Noort (γεν. 1967) δεν μπορώ να πω πως διεκδικεί δάφνες μυστηρίου και αγωνίας. Δεν είναι ιδιαιτέρως δύσκολο για τον αναγνώστη από τα πρώτα κιόλας κεφάλαια να μπει στο νόημα και να υποψιαστεί τι περίπου έχει συμβεί. Βεβαίως, και λόγω του μεγάλου αριθμού χαρακτήρων, αναπόφευκτα οι υποψίες στρέφονται συνεχώς προς διαφορετική κατεύθυνση, ακολουθώντας κάθε φορά τις ενέργειες της πρωταγωνίστριας.

Κι αν ως θρίλερ δεν του βάζω άριστα, αντιθέτως, μου άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας καταπιάνεται με το θέμα της. Καθόλη τη διάρκεια της αφήγησης, θίγει εξαιρετικά γλαφυρά μια μοντέρνα στάση ζωής σύμφωνα με την οποία : όλοι πάνε με όλες και όλες πάνε με όλους άλλα άπαντες κάνουν σαν να μην ξέρουν τίποτα, το σημαντικότερο όλων είναι να δείχνεις ότι λάμπεις από ευτυχία (ακόμη κι αν αηδιάζεις στη θέα του/της συζύγου), οι κυρίες κάνουν τα στραβά μάτια στα παραστρατήματα των συζύγων τους για να μην χάσουν τα ακριβά σπίτια και τα πολυτελή τζιπ, μερικές παρανομίες και ψέματα δεν βλάπτουν και πολύ αν αποφέρουν χρήμα και πάνω από όλα, η αποδοχή από τις πλούσιες παρέες και η ένταξη στις «λυκοφιλίες» στις οποίες επιδίδονται  είναι απόλυτη προτεραιότητα.

Ως προς το ύφος της γραφής, ενδιαφέρον παρουσιάζει η μη-γραμμική πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Κάρεν, η οποία όμως δεν διατηρήθηκε μέχρι το τέλος, αφήνοντας μετέωρο το εγχείρημα αυτό. Επίσης, ως πολυπρόσωπο μυθιστόρημα, νομίζω ότι θα μπορούσε κάλλιστα να καταλαμβάνει άλλες εκατό σελίδες -έτσι θα υπήρχε η δυνατότητα να σκιαγραφηθούν καλύτερα οι (μπόλικοι κύριοι) χαρακτήρες ώστε να μην συγχέονται.