Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Δεύτερη επίσκεψη στην ανταλλακτική βιβλιοθήκη του Κολωνακίου (& φωτορεπορτάζ)

Πριν από περίπου έναν χρόνο είχε εγκαινιαστεί μία από τις τρεις ανταλλακτικές βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας, αυτή που βρίσκεται στην πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Τότε, μετά από μερικές εβδομάδες λειτουργίας της, την είχα επισκεφθεί και δεν μου είχε αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις.

 

Πριν λίγες ημέρες την επισκέφθηκα ξανά. Το θέαμα που αντίκρισα αυτήν την φορά δεν ήταν απογοητευτικό. Ήταν αποκαρδιωτικό. Στην πρώτη από τις δύο ακόλουθες φωτογραφίες -η οποία δημοσιεύτηκε στο facebook.com/vivliothikiorg στις 24 Σεπτεμβρίου- η βιβλιοθήκη φαινόταν να περιέχει αρκετά (και τακτοποιημένα) βιβλία. Αυτό που εγώ αντίκρισα όμως, αποτυπώνεται στην δεύτερη.



Αν πέρυσι βρίσκονταν καμιά πενηνταριά βιβλία στα ράφια της ανταλλακτικής βιβλιοθήκης, φέτος όλα κι όλα δεν ήταν παραπάνω από είκοσι. Πιο αναλυτικά :
- ένα μυθιστόρημα σε κακή κατάσταση (το «Οι αγάδες του Ακτσάσαζ»)
- ένα κόμικ
- ένα ιατρικό βιβλίο σχετικό με τη βαρηκοΐα
- πέντε ποιητικές συλλογές σε άριστη κατάσταση (που εικάζω πως τις άφησε εκεί ο εκδότης για να διαβαστούν περισσότερο)
- τρία εικονογραφημένα παραμύθια του Αισώπου
- ένας τόμος του λεξικού Liddell-Scott και δύο βιβλία στρατιωτικού ενδιαφέροντος (όλα προσφορές εφημερίδας).


  
  


Τα υπόλοιπα ράφια ήταν άδεια.



Μετά από αυτά, ποιος μπορεί να ψέξει τους ανθρώπους που άφησαν τα δύο παρακάτω σχόλια στο facebook.com/vivliothikiorg;



Συνεχίζω να πιστεύω πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εντελώς έξω από την κουλτούρα μας, όπως επίσης έχω την πεποίθηση πως οι επαγγελματίες του βιβλίου θεωρούν την ανταλλακτική βιβλιοθήκη κάτι επιβλαβές για τον κλάδο τους· το βλέπουν ως κάτι που υποκαθιστά τη δουλειά τους και όχι ως κάτι που την συμπληρώνει και την ενισχύει.



Με την ευκαιρία, έκανα και ένα μίνι φωτορεπορτάζ για την πλατεία Δεξαμενής.


                            

                            


Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

«Μια μικρή αλλαγή φέρνει μια μεγάλη (Ψάρια στον αφρό)» - Γ. Πιντέρης

Έχω διαβάσει τέσσερα-πέντε βιβλία του Πιντέρη, αλλά ακόμη δεν έχει τύχει να γράψω αρκετά για αυτά (εκτός από το «Λύσε μόνος σου τα προβλήματά σου»). Καθώς, όμως, τα διαβάζω και τα ξαναδιαβάζω, σίγουρα στο μέλλον θα τους αφιερώσω λίγο περισσότερο χώρο στο ιστολόγιο.

 Το τελευταίο δικό του που διάβασα είναι ετούτο εδώ, όταν ένα κυριακάτικο μεσημέρι το κατέβασα από τη βιβλιοθήκη μου θέλοντας να διαβάσω κάτι για λίγη ωρίτσα, και πολύ σύντομα χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο τέλος.


εκδ. Θυμάρι - σελ. 191


Εδώ, ο εξαιρετικός συγγραφέας Γιώργος Πιντέρης, έχει φτιάξει (σύμφωνα με δικό του χαρακτηρισμό) μια «συλλογή από παραμύθια για μεγάλους» και μας καλεί να μην εγκλωβιστούμε σε μια αυστηρή μελέτη, αλλά να αφεθούμε και την διαβάσουμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας.

Αρχικά μας μιλά για την πρώτη του εμπειρία στο ψαροτούφεκο (δεν θα γράψω την ιστορία για να μην αποκαλύψω το τέλος της), η οποία και αποτελεί μια πολύ καλή εισαγωγή για τα παραμύθια που ακολουθούν.

Τα παραμύθια αυτά δεν είναι τίποτε άλλο από μερικές σύντομες ιστορίες ψυχοθεραπείας –τόσο από την επαγγελματική εμπειρία του Πιντέρη όσο και από την εμπειρία παλαιότερων μεγάλων ψυχολόγων– και όλες τους παρουσιάζουν μια κοινή ιδιαιτερότητα : δεν ακολουθούν την πεπατημένη και τις συνήθεις διαδικασίες, αλλά αντίθετα επιτυγχάνουν τον στόχο τους μέσω ενός κόλπου, μέσω ενός ευφάνταστου τρικ που κανένα εγχειρίδιο δεν προτείνει.

Οι ιστορίες ετούτες, έκτασης 1-3 σελίδων η καθεμιά, καταβροχθίζονται απίστευτα ευχάριστα και γρήγορα, και διαβάζοντας τις -ανάμεσα στα άλλα- μαθαίνει κανείς και μερικές τεχνικές δημιουργικής επίλυσης ψυχολογικών προβλημάτων, όπως π.χ. την τεχνική της αλληγορικής παρέμβασης («ο λόφος και οι Βοτανικοί κήποι»), την αλλαγή του πλαισίου («ο ‘μαστρωπός’ πατέρας», «οι κοντές πατούσες»), το καλοπροαίρετο σοκάρισμα («η ενούρηση», «ο Will και ο Χρυσός Κόκκορας»), την τεχνική του judo («μικροβιοφοβία και Weakland»), και το θεραπευτικό διπλοδέσιμο («η παχουλή κυρία που αδυνάτησε τρώγοντας», «ο νεαρός με τον …καρκίνο»).

Στην ουσία, ο Πιντέρης με το συγκεκριμένο βιβλίο κατά κάποιον τρόπο απομυθοποιεί τους ψυχολόγους και τον κλάδο της ψυχολογίας –όχι υποβαθμίζοντας τη σημασία της ως επιστήμη, αλλά αποδεικνύοντας με παραδείγματα ότι η επιστημονική εμβάθυνση και εξειδίκευση δεν αποτελούν πάντοτε το σίγουρο μέσο για την θεραπεία ενός ασθενούς, αλλά ο ψυχολόγος απαιτείται να είναι όσο το δυνατόν δημιουργικός και να μην προσκολλάται πεισματικά σε θεωρίες και συγγράμματα.