Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015

«Το γυάλινο χωριό» & «Αντίλαλοι νεκρών»


«Το γυάλινο χωριό» - Ellery Queen
 
Ο συγγραφέας Ellery Queen δεν υπάρχει. Αυτό είναι το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσαν δύο ξαδέρφια –ο Frederic Dannay και ο Manfred Bennington Lee– για τις αστυνομικές ιστορίες που έγραφαν, και μάλιστα το χρησιμοποιούσαν και ως όνομα του κεντρικού τους ήρωα, του ντεντέκτιβ Queen (ο οποίος, όμως, δεν εμφανίζεται στο «Γυάλινο χωριό»).


εκδ. Το Βήμα - σελ. 210
μτφ. Τασσώ Καββαδία


Σε ένα πολύ μικρό αμερικάνικο χωριό –τριάντα επτά κατοίκους έχει όλους κι όλους–, το μεσημέρι του Σαββάτου 5 Ιουλίου, η ενενηντάχρονη φημισμένη ζωγράφος Φάννυ Άνταμς δολοφονείται βίαια. Όλοι οι χωριανοί είναι βέβαιοι για την ενοχή ενός ξένου, ο οποίος τριγύριζε ύποπτα εκείνο μεσημέρι στο χωριό. Εξάλλου, για όλους είναι αδύνατον ένας συγχωριανός τους να ευθύνεται για ένα τόσο άγριο έγκλημα.

Προφανώς πρόκειται για μια κλασική αστυνομική ιστορία που διαδραματίζεται σε έναν περιορισμένο χώρο και με πολύ συγκεκριμένους υπόπτους. Αυτό που δεν είναι κοινότοπο, όμως, είναι η μέθοδος με την οποία ανακαλύπτεται ο ένοχος. Δεν γίνεται μέσω ανακρίσεων από τις Αρχές (οι χωριανοί αρνούνται να παραδώσουν τον ξένο στην αστυνομία, καθώς οι ίδιοι έχουν ήδη αποφασίσει την ενοχή του), αλλά μέσω μιας δίκης-παρωδίας που στήνεται στο χωριό. Το τέχνασμα αυτό καταφέρνει να εξευμενίσει τους χωριανούς, πείθοντάς τους πως η δικαιοσύνη θα αποδοθεί επί τόπου και χωρίς παρεμβάσεις από “μη-συγχωριανούς τους”, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει να εξακριβωθεί και το άλλοθι καθενός εξ αυτών.

Σύντομο κι ευκολοδιάβαστο βιβλιαράκι που κρατάει καλή συντροφιά για δυο-τρεις ωρίτσες.

                                           
Χάρη σε αυτό το βιβλίο έμαθα πως η αείμνηστη Τασσώ Καββαδία, εκτός από σημαντική καριέρα στην ηθοποιία, είχε και αξιοσημείωτο μεταφραστικό έργο.





«Αντίλαλοι νεκρών» - Johan Theorin


1972. Σε ένα μικρό σουηδικό νησί, το Έλαντ, ένα αγόρι εξαφανίζεται. Μια εικοσαετία περίπου αργότερα, η μητέρα του αγοριού επιστρέφει στο νησάκι, καθώς ο ηλικιωμένος πατέρας της έχει ανακαλύψει νέα στοιχεία για την εξαφάνιση του μικρού.


εκδ. Μεταίχμιο - σελ. 464
μτφ. Σωτήρης Σουλιώτης


Αρκετά βαρετό το πρωτόλειο του Theorin στην αρχή, διάβασα με κόπο τις πρώτες εκατό σελίδες και σκέφτηκα κάμποσες φορές να το παρατήσω.
Τελικά επέμεινα και το ολοκλήρωσα.
Η συνέχεια δεν ήταν τόσο βαρετή όσο το ξεκίνημα· κάποια ελάχιστη δράση υπήρχε σποραδικά, η πλοκή προωθούνταν -έστω και αργά-, ενώ τα συνεχή φλας-μπακ στο προς εικοσαετίας παρελθόν προσέθεταν μερικές ενδιαφέρουσες πινελιές.
Μπορώ να πω ότι αισθάνθηκα ενός είδους δικαίωση για την επιμονή μου, καθώς από ένα σημείο και μετά υπήρξαν ανατροπές που δεν τις είχα υποψιαστεί, αλλά τελικά και αυτές δεν ήταν τόσες πολλές και τόσο έντονες ώστε να βελτιώσουν σημαντικά τη γνώμη μου για το βιβλίο.

Συνολικά, θα έλεγα πως πρόκειται για ένα φλύαρο και άνευρο μυθιστόρημα. Δεν έχει την αγωνία, το μυστήριο, τις συγκρούσεις και τους γρίφους που εγώ θέλω από ένα αστυνομικό. Το μόνο θετικό στοιχείο που εντόπισα είναι η σκιαγράφηση της ψυχολογίας της τραγικής μητέρας, η οποία γυρίζει στον μοιραίο τόπο προσπαθώντας να ανακαλύψει την αλήθεια αλλά ταυτόχρονα προσπαθεί και να συμφιλιωθεί και με την μοίρα της, να ξεφύγει από του εφιάλτες της, ώστε να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή της.


Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

«Ο άλλος» - Παύλος Μεθενίτης

Γλώσσα ή πλοκή; Αυτό το ερώτημα επανερχόταν συνεχώς στον νου μου καθώς διάβαζα το πρωτόλειο έργο του Μεθενίτη. Προσωπικά ανήκω στην κατηγορία των αναγνωστών που έλκονται περισσότερο μια ενδιαφέρουσα πλοκή, από μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, παρά από την όμορφη γλώσσα και τις παραστατικές εικόνες. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ να μην γράψω πως απήλαυσα την γλώσσα του Π.Μ., καθώς αυτό ακριβώς είναι το βασικό ατού του μυθιστορήματος. Μια γλώσσα οξεία και αιχμηρή, ειρωνική, με γλαφυρές εικόνες και πλουσιότατο λεξιλόγιο (πρέπει να ομολογήσω πως είχα κάμποσες άγνωστες λέξεις!).


 
εκδ. Καστανιώτη - σελ. 429


Ο 45χρονος Αλέξης Αποστόλου αποτελεί τον ορισμό του ‘ανθρώπου της διπλανής πόρτας’. Είναι παντρεμένος, ζει με την γυναίκα του και τον προσφάτως ενηλικιωθέντα γιο τους, η χήρα μάνα του δεν χωνεύει την νύφη της (και το αντίστροφο), ενώ στην δουλειά του υποχρεώνεται να καλύπτει τις λοβιτούρες του πλούσιου (και μεγαλοαπατεώνα) αφεντικού του, χωρίς βέβαια κάποια προσωπικά οφέλη για τον ίδιον.
Ο Αλέξης, παρότι δεν το παραδέχεται ούτε στον εαυτό του, ασφυκτιά στην μονότονη και γεμάτη υποχρεώσεις ζωή του και μοιάζει να είναι ολόκληρος μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί· το μόνο που του χρειάζεται είναι μια σπίθα, μια τόση δα σπίθα που θα ανάψει το φιτίλι του και θα δώσει το έναυσμα σε μια ηχηρή έκρηξη.
Και η σπίθα αυτή δεν θα αργήσει να έρθει. Ένας καλός του φίλος –εκ διαμέτρου αντίθετος από εκείνον· μποέμ και αντισυμβατικός–  του δίνει τις προϋποθέσεις για να κάνει το μπαμ! και να απελευθερωθεί από τα δεσμά του, ενώ ακολούθως, η γυναίκα τού δίνει την κατάλληλη αφορμή για να το κάνει. Η ολοκληρωτική αλλαγή του Αλέξη συντελείται ακαριαία : αρπάζει τα λεφτά του αφεντικού του και τα βροντάει όλα κάτω, βγάζοντας τη στολή του φιλήσυχου οικογενειάρχη και φορώντας αυτή του τυχοδιώκτη.

Το μυθιστόρημα δεν έχει καταιγιστική δράση, ανελέητα κυνηγητά, απρόσμενες ανατροπές, και τα συνήθη στοιχεία ενός θρίλερ. Παρότι φαινομενικά έχει όλα τα συστατικά του, εντούτοις δεν εμπίπτει σε αυτό το είδος. Πρόκειται για μια κοινωνική κριτική και ακόμα περισσότερο για μια εσωτερική αναζήτηση. Τίθενται ερωτήματα όπως : μπορούμε να ξεφύγουμε από τον εαυτό μας, από τη ζωή μας; Γίνεται να ξεφύγουμε δια παντός από όλους κι από όλα; Κι αν το καταφέρουμε, πόσο βέβαιο είναι ότι δεν θα “καπελωθούμε” από πρόσωπα και καταστάσεις παρεμφερείς με εκείνες από τις οποίες τόσο πασχίζαμε να ελευθερωθούμε;

Πολυπρόσωπο έργο, που θα πρέπει να του πιστωθεί ότι ακόμη και οι λιγότερο σημαντικοί χαρακτήρες σκιαγραφούνται αρτιότατα, δίνοντάς μας, μετά από λίγες σελίδες, την αίσθηση ότι τους γνωρίζουμε χρόνια, ενώ ακόμη και εκείνους που δεν συμπαθούμε, υπάρχουν στιγμές τους συμπάσχουμε, ιδιαίτερα όταν παρακολουθούμε την ιστορία μέσα από το κεφάλι τους.
Αλλά και αφηγηματικά, το μυθιστόρημα είναι έξω από τα τετριμμένα. Ο Π.Μ. δεν συνέγραψε βάσει κανόνων, αλλά ελεύθερα και χωρίς να καλουπώνει την έμπνευσή του. Η αφήγηση είναι κυρίως τριτοπρόσωπη, αλλά διαρκώς εναλλασσόμενη μεταξύ των χαρακτήρων, τους ενός μετά του άλλου αδιάκοπα, ενώ σε ορισμένα σημεία έχουμε μια δευτεροπρόσωπη αφήγηση, όταν ο συγγραφέας/αφηγητής απευθύνεται σε εμάς, τους αναγνώστες. Μια αφήγηση που σε γενικές γραμμές δίνει την αίσθηση προφορικού (αλλά κάπως εκλεπτυσμένου) λόγου.

Μοναδική υπερβολή του συγγραφέα είναι ο γιος του Αλέξη, ο οποίος εκμεταλλεύεται ξεδιάντροπα τα δεινά της οικογένειάς του για να  ανέλθει στο δημοσιογραφικό και τηλεοπτικό χώρο. Ομολογώ πως δεν θα μπορούσα με τίποτα να φανταστώ πως κάτι ανάλογο θα μπορούσε να συμβεί στην πραγματικότητα, αλλά αντιλαμβάνομαι ότι η μικρή αυτή υπερβολή αποσκοπεί στο να καυτηριαστεί ο χώρος της τηλεόρασης (άλλωστε και ο Μεθενίτης δημοσιογράφος είναι).


Μερικά αποσπάσματα :
i.

Κι ο δημοσιογράφος, στο κάτω κάτω, λειτούργημα κάνει, έχει μια εξουσία στα χέρια του, την οποία οφείλει να χρησιμοποιεί σωστά για το καλό της Δικαιοσύνης, της Αλήθειας, του Λαού, του Καναλιού, της Θεαματικότητας και της Τσέπης του – όχι απαραίτητα μ’αυτή τη σειρά, αμήν!



ii.

«Ελευθερία είναι να μπορείς να κάνεις είτε το καλό είτε το κακό, ανάλογα με τις αρχές σου. Ελευθερία είναι η δυνατότητα επιλογής. Ό,τι κι αν είναι πάντως, την προτιμώ από την καταναγκαστική ή την επιβεβλημένη “καλοσύνη”. Εάν κάνεις το “σωστό”, επειδή δεν έχεις τ’αρχίδια ή τα λεφτά ή τις σωματικές αντοχές ή την ευφυΐα να σφάλεις, παρ’όλο που το λαχταράς, τότε δεν είσαι καλός. Είσαι κάλπης, πρόστυχος».



iii.

«Λογοτεχνία βέβαια όλες αυτές οι μπούρδες, τα φληναφήματα γι’ανθρώπους που προτιμούν να διαβάζουν περί ζωής απ’το να τη ζουν, ποίηση, δηλαδή έμμετρα κλαψουρίσματα, άλλα κι άλλα, κι άλλα…»