Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

«Ο ορκωτός λογιστής» - Χρήστος Τριανταφύλλου

Στο ιστολόγιο δεν γράφω για όλα τα βιβλία που διαβάζω. Κάποια τυχαίνει να μην μου αρέσουν καθόλου, ενώ η ανάγνωση κάποιων άλλων απλώς ολοκληρώνεται αδιάφορα, χωρίς να μου δίνει αφορμή για να γράψω κάτι ουσιαστικό.

 
εκδ. Γαβριηλίδης - σελ. 117


Tο μικρό ετούτο βιβλιαράκι μου άφησε μια χλιαρή έως αδιάφορη επίγευση, αλλά ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα να γράψω για αυτό είναι τα δύο εντυπωσιακά διηγήματα που ανοίγουν την συλλογή –«Ο ταραξίας» και το «Η1Ν1»–, τα οποία ξεχωρίζουν σαν την μύγα μες στο γάλα από τα υπόλοιπα, και θα ήθελα να γραφτεί κάτι γι’αυτά.
Ο «ταραξίας» είναι ένα διήγημα που θυμίζει έντονα το «Λάθος» του Σαμαράκη, τόσο από άποψη ύφους (δεν κατονομάζεται τίποτα, παρά έχουμε το Κράτος, την Τάξη, το Σύστημα) όσο και στο στυλ. Με μια αξιοθαύμαστη πυκνότητα και μια κοφτερή ειρωνία, ο συγγραφέας στηλιτεύει την υποταγή του ατόμου στο απροσδιόριστο αλλά παντοδύναμο κράτος.
Στα ίδια περίπου πλαίσια κινείται και το «Η1Ν1», το οποίο αναφέρεται, με έναν κάπως περισσότερο παραβολικό τρόπο, στην καλούπωση και τη διαρκή παρακολούθηση των ατόμων της κοινωνίας με πρόσχημα την προστασία τους.
Και τα δύο αυτά τετρασέλιδα διηγήματα με εντυπωσίασαν με τη μεστότητά τους και τον ειρωνικό καταγγελτικό τους λόγο, και ακόμη περισσότερο εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας τα έγραψε προτού καν κλείσει τα δεκαοχτώ!
Το Κράτος, που ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει, που είναι πάνω από όλους μας και συνάμα αποτελείται και εξαρτάται από μας, περνά αόρατες αλυσίδες γύρω από τους αστραγάλους μας· αλυσίδες που μυρίζουν όμορφα, και όσο τις υποτιμάμε σφίγγουν περισσότερο, ώσπου τελικά να μας πνίξουν.

Τα υπόλοιπα αφηγήματα –τα περισσότερα πολύ μικρά, από λίγες γραμμές έως μια σελίδα– δεν μου είπαν κάτι. Επιχειρούν να θίξουν μερικά κακώς κείμενα τόσο της ελληνικής πραγματικότητας όσο και της ανθρώπινης φύσης εν γένει (όπως π.χ. την αποξένωση, την διαφθορά των Εκκλησιαστικών αρχόντων, την αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, την υποκρισία, την εμμονική προσήλωση στη συλλογή πλούτου), και μάλιστα όχι εκτοξεύοντας απλώς και μόνο εύκολες κατηγορίες, αλλά βγάζοντας μια πικρία (καθώς ο συγγραφέας δεν είναι ένας απομακρυσμένος παρατηρητής, αλλά επηρεάζεται από όλα αυτά)· εντούτοις η πολύ συνοπτική φόρμα τους και το υπέρ το δέον ελλειπτικό και υπαινικτικό στυλ τους προσωπικά δεν με κέρδισε.
Γεμάτες οι παραλίες από νέους που η αποχή γι’ αυτούς είναι «πολιτική επιλογή». Και φωνάζουν όλοι οι βδελυροί μικροαστοί: «πες τα Λάκη», χειροκροτώντας παράλληλα, γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Και κάνει η κάμερα ένα κοντινό στο κοινό, και ξαναχειροκροτούν αυτοί, ακόμα πιο δυνατά αυτή τη φορά, όπως το πρόβατο βελάζει πιο δυνατά όταν βελάζουν και τα υπόλοιπα στο κοπάδι. Και επιστρέφουν σπίτι με μια σπίθα ανεξαρτησίας στο μάτι, πέφτοντας για ύπνο αμέσως, γιατί πρέπει να είναι στη δουλειά νωρίτερα για να πιάσουν κουβέντα με τον προϊστάμενο, που φαίνεται να τους συμπαθεί τελευταία, ειδικά αφότου κάρφωσαν τον συνάδελφο στον 5ο που έφευγε νωρίτερα.
 

Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

«Χαμένα κορμιά» - Annie Proulx

Αν διάλεγα ένα εξώφυλλο για αυτό το βιβλίο, πιθανότατα θα ήταν μια μακρινή λήψη ενός μεγάλου ράντσου που να στέκεται αγέρωχα στη μέση μιας απέραντης έκτασης, κι αυτό διότι γύρω από τα ράντσα και την ζωή των ραντσέρηδων της πολιτείας Wyoming περιστρέφονται τα διηγήματα της Άννι Πρου.

 
εκδ. Καστανιώτη - σελ. 271
μτφ. Αύγουστος Κορτώ


Ένας δασονόμος που είναι πολύ αυστηρότερος από όσο ορίζει ο νόμος, ένας διαγωνισμός της μεγαλύτερης γενειάδας, δύο ηλικιωμένοι που ξεσκαρτάρουν τα πράγματα των προσφάτως θανόντων αιωνόβιων γονιών τους, μια σερβιτόρα την έκταση της οποίας καταπατούν οι αγελάδες μιας μεγάλης εταιρείας και ένας νεαρός που προσπαθεί να βρει την τύχη του μακριά από το Wyoming παρελαύνουν σε κάποια από τα έντεκα διηγήματα της συλλογής.

Η Πρου έχει σκιαγραφήσει τόσο ρεαλιστικά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που εμφανίζονται στις ιστορίες της και έχει επιμελώς αποφύγει τα οποιαδήποτε μυθιστορηματικά ξεχειλώματα στην αφήγηση, ώστε θα έλεγε κανείς ότι δεν πρόκειται για αμιγή μυθοπλασία αλλά για πραγματικά πρόσωπα και ιστορίες· για γεγονότα που στ’αλήθεια συνέβησαν σε φίλους, γνωστούς και γείτονες της συγγραφέως και τα οποία εν μέσω ενός απογευματινού καφέ μας διηγείται για να περάσει η ώρα μας.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι η ανάγνωση των διηγημάτων αυτών μου προξένησε ταυτόχρονα αντιδιαμετρικά συναισθήματα.
Από την μια πλευρά ένιωθα μια έντονη περιέργεια να γνωρίσω αυτές τις περιοχές που περιγράφει η Πρου· τους ανθρώπους που ζουν στα ράντσα, ουσιαστικά περιχαρακωμένοι αποκλειστικά μέσα στα όρια της περιοχής τους και μακριά από τον «πολιτισμό», και από την άλλη πλευρά, την ίδια στιγμή αισθανόμουν τόσο ξένα όλα αυτά που διάβαζα, σαν να ακούω διάφορες ιστορίες για ανθρώπους και μέρη τα οποία μου είναι τόσο μακρινά και άγνωστα, που στην ουσία ελάχιστα με αφορούν.

Τελικά, κυρίως λόγω του υπέρμετρου ρεαλισμού της Πρου, η γενική γεύση που μου αφήνει η συλλογή είναι μάλλον αποθαρρυντική από το να δοκιμάσω κι άλλο βιβλίο της.


Μετά το «Πετρέλαιο!», συναντώ ακόμη μια εξαιρετική μετάφραση του Κορτώ.