Στο ιστολόγιο δεν γράφω για όλα τα βιβλία που
διαβάζω. Κάποια τυχαίνει να μην μου αρέσουν καθόλου, ενώ η ανάγνωση κάποιων
άλλων απλώς ολοκληρώνεται αδιάφορα, χωρίς να μου δίνει αφορμή για να γράψω κάτι
ουσιαστικό.
εκδ. Γαβριηλίδης - σελ. 117
Tο μικρό ετούτο βιβλιαράκι μου άφησε μια
χλιαρή έως αδιάφορη επίγευση, αλλά ο μοναδικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα να
γράψω για αυτό είναι τα δύο εντυπωσιακά διηγήματα που ανοίγουν την συλλογή –«Ο
ταραξίας» και το «Η1Ν1»–, τα οποία ξεχωρίζουν σαν την μύγα μες στο γάλα από τα
υπόλοιπα, και θα ήθελα να γραφτεί κάτι γι’αυτά.
Ο «ταραξίας» είναι ένα διήγημα που θυμίζει
έντονα το «Λάθος» του Σαμαράκη, τόσο από άποψη ύφους (δεν κατονομάζεται τίποτα,
παρά έχουμε το Κράτος, την Τάξη, το Σύστημα) όσο και στο στυλ. Με μια
αξιοθαύμαστη πυκνότητα και μια κοφτερή ειρωνία, ο συγγραφέας στηλιτεύει την
υποταγή του ατόμου στο απροσδιόριστο αλλά παντοδύναμο κράτος.
Στα ίδια περίπου πλαίσια κινείται και το
«Η1Ν1», το οποίο αναφέρεται, με έναν κάπως περισσότερο παραβολικό τρόπο, στην καλούπωση
και τη διαρκή παρακολούθηση των ατόμων της κοινωνίας με πρόσχημα την προστασία
τους.
Και τα δύο αυτά τετρασέλιδα διηγήματα με
εντυπωσίασαν με τη μεστότητά τους και τον ειρωνικό καταγγελτικό τους λόγο, και ακόμη
περισσότερο εξεπλάγην όταν διαπίστωσα ότι ο συγγραφέας τα έγραψε προτού καν
κλείσει τα δεκαοχτώ!
Το Κράτος, που ούτε υπάρχει ούτε δεν υπάρχει, που είναι πάνω από όλους μας και συνάμα αποτελείται και εξαρτάται από μας, περνά αόρατες αλυσίδες γύρω από τους αστραγάλους μας· αλυσίδες που μυρίζουν όμορφα, και όσο τις υποτιμάμε σφίγγουν περισσότερο, ώσπου τελικά να μας πνίξουν.
Τα υπόλοιπα αφηγήματα –τα περισσότερα πολύ
μικρά, από λίγες γραμμές έως μια σελίδα– δεν μου είπαν κάτι. Επιχειρούν να
θίξουν μερικά κακώς κείμενα τόσο της ελληνικής πραγματικότητας όσο και της
ανθρώπινης φύσης εν γένει (όπως π.χ. την αποξένωση, την διαφθορά των
Εκκλησιαστικών αρχόντων, την αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού, την
υποκρισία, την εμμονική προσήλωση στη συλλογή πλούτου), και μάλιστα όχι εκτοξεύοντας
απλώς και μόνο εύκολες κατηγορίες, αλλά βγάζοντας μια πικρία (καθώς ο
συγγραφέας δεν είναι ένας απομακρυσμένος παρατηρητής, αλλά επηρεάζεται από όλα
αυτά)· εντούτοις η πολύ συνοπτική φόρμα τους και το υπέρ το δέον ελλειπτικό και
υπαινικτικό στυλ τους προσωπικά δεν με κέρδισε.
Γεμάτες οι παραλίες από νέους που η αποχή γι’ αυτούς είναι «πολιτική επιλογή». Και φωνάζουν όλοι οι βδελυροί μικροαστοί: «πες τα Λάκη», χειροκροτώντας παράλληλα, γιατί μόνο αυτό μπορούν να κάνουν. Και κάνει η κάμερα ένα κοντινό στο κοινό, και ξαναχειροκροτούν αυτοί, ακόμα πιο δυνατά αυτή τη φορά, όπως το πρόβατο βελάζει πιο δυνατά όταν βελάζουν και τα υπόλοιπα στο κοπάδι. Και επιστρέφουν σπίτι με μια σπίθα ανεξαρτησίας στο μάτι, πέφτοντας για ύπνο αμέσως, γιατί πρέπει να είναι στη δουλειά νωρίτερα για να πιάσουν κουβέντα με τον προϊστάμενο, που φαίνεται να τους συμπαθεί τελευταία, ειδικά αφότου κάρφωσαν τον συνάδελφο στον 5ο που έφευγε νωρίτερα.
Θαρραλέα γραφή και μακάρι να συνεχίζει να ωριμάζει συγγραφικά. Μπράβο του πάντως..
ΑπάντησηΔιαγραφήΌντως, μπράβο του και πάλι μπράβο του! Κι εγώ ελπίζω να δούμε κι ακόμα καλύτερα έργα του.
ΑπάντησηΔιαγραφή