Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

«Η δέκατη φωτογραφία» - Γιώργος Παυλίδης

     Αρχές καλοκαιριού του 2004. Ο ανακριτής Γιάννης Δεμερτζής (χήρος και πατέρας μιας εικοσάχρονης κόρης που σπουδάζει στην Ιταλία) δέχεται απανωτά κάποια περίεργα e-mail. Καθένα περιέχει μια φωτογραφία και έναν αριθμό, ξεκινώντας από το 9 και με φθίνουσα σειρά. Σε κάθε e-mail περιλαμβάνεται και μια απειλή : δεν μπορείς να καταλάβεις ή όταν καταλάβεις θα είναι αργά. Πρόκειται, λοιπόν, για μια κακόγουστη φάρσα ή κάποιος πραγματικός κίνδυνος τον απειλεί;


εκδ. Ψυχογιός (2007) - σελ. 389


Πολύ μου άρεσε το θρίλερ αυτό του Γιώργου Παυλίδη. Ξεκινώντας, μας δίνει τα δεδομένα (τα περίεργα απειλητικά e-mail) και μας γνωρίζει τους πρωταγωνιστές. Αυτό γίνεται για κάμποσες σελίδες και ακριβώς στο σημείο όπου κοντεύει να γίνει κουραστικό από το αναμάσημα των προκαταρκτικών στοιχείων, εκεί είναι που κάνει το μπαμ! Ο ρυθμός αυτόματα επιταχύνει και από εκεί και πέρα παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα τις προσπάθειες του Γιάννη να αποτρέψει τον κίνδυνο που ‘υπόσχονται’ οι απειλές, χωρίς καλά-καλά να έχει αποσαφηνίσει ούτε τις ίδιες τις απειλές ούτε και τους αποστολείς τους.
Δεν μπορώ να γράψω περισσότερα, για να μην αποκαλύψω έστω και το παραμικρό που θα μπορούσε να χαλάσει την απόλαυση σε όποιον σκοπεύει να το διαβάσει. Σε γενικές γραμμές πολύ καλό γράψιμο, με ομαλά δοσμένα τα στοιχεία ώστε η αλήθεια να αποκαλύπτεται προοδευτικά, ενώ καταφέρνει να σε κρατά σε αμείωτη αγωνία· ακόμα κι όταν φαίνεται να ξεδιαλύνεται το μυστήριο, η αγωνία για το αν θα προφτάσει ο ήρωας να αποτρέψει τον κίνδυνο, παραμένει. Το διάβασα μονορούφι, ενώ μπορώ να πω πως απέκτησα και μερικές ενδιαφέρουσες γνώσεις (για τι ακριβώς, δεν μπορώ –πάλι– να γράψω!)

Βέβαια, δεν αποφεύγει και μερικές λούμπες των πρωτοεμφανιζόμενων και των «μη-επαγγελματιών συγγραφέων»· οι χαρακτήρες παρότι περιγράφονται ικανοποιητικά στην αρχή, έπειτα παραμελούνται χαρακτηριστικά, στον βωμό της δράσης· οι διάλογοι υστερούν πάρα πολύ, καθώς είναι εντελώς αφύσικοι και πλαστικοί (αυτή δεν είναι δουλειά του επιμελητή, άραγε;)· συμπεριλαμβάνει κάποια χαρακτηριστικά ή γεγονότα απλώς και μόνο για να τα αναφέρει, χωρίς να παίζουν κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στην ιστορία, δίνοντας την αίσθηση ενός παράταιρου κολλάζ «υποχρεωτικών αναφορών» (ή, απλούστερα, εμμονών).

Για κάποιο άλλο βιβλίο είχα αναρωτηθεί : τι θα γινόταν αν το είχε γράψει ένας αμερικάνος μετρ των best-seller; Το ίδιο ισχύει και εδώ. Το βρήκα πάρα πολύ καλό θρίλερ, αλλά είχε τα φόντα να είναι εξαιρετικό θρίλερ.

 

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

«Η μυστική ιστορία» - Donna Tartt

Ομολογώ πως η θελκτική σύνοψη, το πανέμορφο εξώφυλλο, αλλά και το γεγονός πως η συγκεκριμένη συγγραφέας εκδίδει ένα μυθιστόρημα κάθε δέκα χρόνια, όλα αυτά είχαν καταφέρει να εκτινάξουν τις προσδοκίες μου. Τώρα, αφού το ολοκλήρωσα, σκέφτομαι πως μάλλον χαράμισα μια αναγνωστική εβδομάδα.

  
εκδ. Λιβάνη (1995) - σελ. 642
μτφ. Σάντυ Παρίση


Ο εικοσάχρονος Ρίτσαρντ Παπέν, νεοεγγραφείς στο πανεπιστήμιο Χάμπντεν, καταφέρνει να γίνει δεκτός στα μαθήματα ελληνικών ενός παράξενου καθηγητή. Τα μαθήματα αυτά παρακολουθούν άλλοι πέντε φοιτητές μονάχα. Σιγά σιγά, ο Ρίτσαρντ (ο αφηγητής της ιστορίας) γίνεται μέλος της κλειστής αυτής παρέας και βρίσκεται ανάμεσα στα μυστικά που οι πέντε τους κρύβουν.
Από την πρώτη κιόλας πρόταση γνωρίζουμε ότι ένας εκ της πεντάδας είναι νεκρός και η όλη αφήγηση του Ρίτσαρντ έχει σκοπό να περιγράψει τα γεγονότα που οδήγησαν σε αυτόν τον τραγικό θάνατο, αλλά και το τι επακολούθησε.

Η ιδέα είναι αρκετά απλή (για να μην πω απλοϊκή) και πολύ συνηθισμένη –μια από αυτές που βλέπουμε σωρηδόν σε δεύτερης διαλογής αμερικάνικες ταινίες–, ενώ και η πλοκή κάθε άλλο παρά καλοδουλεμένη και σφιχτοδεμένη είναι. Παρότι πολυσέλιδο, το μυθιστόρημα αυτό δεν καταφέρνει να χρησιμοποιήσει την μεγάλη έκτασή του για να εμβαθύνει στους χαρακτήρες και να χτίσει μια στέρεα, πολύπλευρη υπόθεση –αντιθέτως, χαρακτηρίζεται από μια συνεχή αποσπασματική καταγραφή καθημερινών στιγμιότυπων που ελάχιστα φωτίζουν πλευρές των (αδιάφορων) χαρακτήρων και που δεν κλιμακώνουν καθόλου την ένταση.
Οι ελάχιστες αναφορές σε στοιχεία και έθιμα αρχαιοελληνικού πολιτισμού δεν δένουν με την υπόθεση· θεωρητικά, εξηγούν κάποια βασικά κομμάτια της πλοκής, αλλά δεν με έπεισαν καθόλου· τελικά απλώς καταλήγουν να φαίνονται παράταιρα και βεβιασμένα τοποθετημένα.

Η θύμηση που μου αφήνει είναι αρκετά αρνητική, αφενός γιατί είχα μεγάλες προσδοκίες και αφετέρου γιατί η ίδια ιστορία (ίσως και με περισσότερο ενδιαφέρον) θα μπορούσε κάλλιστα να είχε ειπωθεί και σε 350-400 σελίδες.



Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

«Άμυνα ζώνης» - Πέτρος Μάρκαρης

Διαβάζοντας ότι ο Μάρκαρης έγραψε την πρώτη ιστορία του αστυνόμου Χαρίτου μετά τα 55 του χρόνια, από τη μία αναρωτιέμαι τι έχανε η τόσα χρόνια ελληνική λογοτεχνική παραγωγή και από την άλλη σκέφτομαι πως μάλλον ήταν απαραίτητο όλες αυτές οι εμπειρίες που συγκέντρωνε τόσα χρόνια, να έρθουν και να δέσουν ώστε να βγει αυτό το έξοχο αποτέλεσμα.

  
εκδ. Γαβριηλίδης (1998) - σελ. 473


Ο αστυνόμος Χαρίτος βρίσκεται σε ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί απολαμβάνοντας τις διακοπές του μετά της συζύγου του, όταν ένας σεισμός γίνεται αφορμή για να ανακαλυφθεί ένα πτώμα. Το γεγονός αυτό θα τον κάνει να διακόψει (οικειοθελώς) την άδειά του και να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου και τον περιμένει ακόμη ένα πτώμα. Με το που μπαίνει ο Σεπτέμβρης λοιπόν, βρίσκεται ήδη με δυο δύσκολες υποθέσεις στα χέρια του.

Ο Μάρκαρης εδώ και πολύ καιρό λέει στις συνεντεύξεις του ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι το προσφορότερο μέσο για να ασκήσει ένας συγγραφέας πολιτική και κοινωνική κριτική και αυτό ακριβώς κάνει και ο ίδιος ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, το Νυχτερινό Δελτίο (1995).
Στην «Άμυνα ζώνης», με πρόσχημα τις δύο δολοφονίες που καλείται να εξιχνιάσει το τμήμα Ανθρωποκτονιών, ο Μάρκαρης καυτηριάζει τα κακώς κείμενα της κοινωνίας μας (διαπλεκόμενα, δωροδοκίες, ρουσφέτια, κ.τ.λ. –όλα αυτά που πολλοί γνωρίζουν αλλά κανείς δεν μπορεί να αποδείξει) και αποτυπώνει άριστα την Αθήνα της δεκαετίας του ’90 –η εκνευριστική κίνηση στους δρόμους, η αφόρητη φθινοπωρινή ζέστη, η κατάσταση του συστήματος υγείας, το κλείσιμο των δρόμων από απεργούς, είναι όλα μέρος της καθημερινότητάς μας και δεν θα μπορούσαν να μην απασχολούν και τον Κώστα Χαρίτο.
Παράλληλα, με μια απολαυστικότατη πρόζα, σκιαγραφεί εξαιρετικά την ελληνική οικογένεια, ενώ με θανατηφόρες ατάκες ξετρυπώνει και σχολιάζει όλα αυτά τα καθημερινά μικροπράγματα που μας ενοχλούν –αυτά που μας τριβελίζουν το μυαλό μεν, αλλά όλο τα καταπίνουμε.

Η ολοζώντανη αφήγηση του Χαρίτου τσακίζει κόκαλα, ενώ ο ίδιος ο αστυνόμος είναι ένας άκρως ρεαλιστικός χαρακτήρας. Καθημερινός άνθρωπος και όχι σούπερ-ήρωας, με τα λάθη του και τα πάθη του, έντιμος αλλά όχι πολιτικά ορθός, είναι ο μεσήλικας της διπλανής πόρτας : τσακώνεται με τη γυναίκα του, ανησυχεί για την κόρη του και φοβάται τους γιατρούς!

Εν ολίγοις, βρήκα απολαυστικό τούτο το μυθιστόρημα, αν και με πείραξε το ότι στο τέλος άφησε κάτι να αιωρείται…



Τετάρτη 8 Ιανουαρίου 2014

«Στο τρένο» - Δώρα Κασκάλη

Πόσοι από εμάς, κατά τη διάρκεια ενός πολύωρου ταξιδιού, καταφέρνουμε να τιθασεύσουμε τον νου μας, να τον καλουπώσουμε και να τον αποτρέψουμε από το να χοροπηδήσει εδώ κι εκεί, σε διάφορα σημεία-σταθμούς της ζωής μας; Πόσοι από εμάς δεν ξεκινάμε –με αφορμή έναν παράξενο συνεπιβάτη, ένα τηλέφωνο που κουδουνίζει αστεία ή ένα παιδάκι που γκρινιάζει στη μαμά του– μια δαιδαλώδη ακολουθία σκέψεων, έχοντας τελικά καταλήξει να διατρέξουμε ένα μεγάλο μέρος των πεπραγμένων μας;  

εκδ. Γαβριηλίδης (2010) - σελ. 168


Στην πολύ καλή αυτή συλλογή των οκτώ –αρκετά μελαγχολικών– διηγημάτων, παρεισφρέουμε στα ενδότερα του μυαλού πέντε μελών μιας οικογένειας, ενός άπιστου συζύγου, ενός ευαίσθητου τριαντάχρονου φαντάρου, μιας φοιτήτριας, μιας πρώην ιερόδουλης, ενός βασανισμένου νέου που ακούει την ιστορία της ζωής ενός ηλικιωμένου, ενός χήρου, ενώ τέλος, το τρένο (του οποίου η ώρα της απόσυρσης πλησιάζει) κάνει τον απολογισμό του.

«Κι αν δεν γνώρισα ανθρώπους! Ο καθένας μια ιστορία, ο καθένας με τα σουσούμια του και τον καημό του. Πόσες ζωές δεν αφουγκράστηκα μέσα στον ανασασμό που νότισε τα σπλάχνα μου. Το δέρμα τους που με ψαχούλεψε, μου είπε τα μυστικά τους. […] Κι ας θρονιάζονταν οι άνθρωποι σιωπηλοί, εγώ είχα τον τρόπο να τρυπώνω στις κλειστές καρδιές τους και να βιάζω τα σκουριασμένα μάνταλα».

Μου άρεσε πολύ ο τρόπος με τον οποίο η Κασκάλη ξεδιπλώνει το κουβάρι των σκέψεων των ηρώων· λιτά κι ελλειπτικά, ακολουθεί ρεαλιστικά τους διαδρόμους του μυαλού, σπέρνει με φειδώ πληροφορίες (μονάχα τις απαραίτητες και τίποτα περισσότερο), δεν εκβιάζει το συναίσθημα αλλά είναι οι ίδιοι οι ήρωες που σου κερδίζουν το συναίσθημα· ήρωες καθημερινοί, άνθρωποι της διπλανής πόρτας, που βαρύνονται από προβλήματα καθημερινά και που μέσω μιας ειλικρινούς συζήτησης με τον εαυτό τους προσπαθούν να τα διαχειριστούν καλύτερα.

Μοναδική μου ένσταση είναι ότι δεν αποτυπώθηκε τόσο αποτελεσματικά η αίσθηση του τρένου μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Δεν άκουσα τον ήχο που κάνει κυλώντας στις ράγες, δεν άκουσα τα σφυρίγματά του και τον όχλο που μπαινοβγαίνει, δεν αισθάνθηκα την ταχύτητα στις πεδιάδες και το ζόρισμα στα βουνά· κάλλιστα οι ιστορίες αυτές θα μπορούσαν να εκτυλίσσονται σε ένα ταξίδι με το ΚΤΕΛ ή το πλοίο.



Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

«Μάτζικ Χόφμαν» - Jakob Arjouni



εκδ. Καστανιώτη (2002) - σελ. 292
μτφ. Στέφανος Τζαννετάτος


Τέλη της δεκαετίας του ’80, στη γερμανική επαρχία τρεις εικοσάχρονοι νεαροί (ο Φρεντ, η Ανέτε και ο Νίκελ) ληστεύουν μια τράπεζα. Από τους τρεις τους, μόνο ο Φρεντ συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια φυλακή. Δεν καταδίδει τους συνεργούς και φίλους του, αντιθέτως περιμένει πώς και πώς να αποφυλακιστεί και να πραγματοποιήσει το όνειρό του (και αρχικό σχέδιο της παρέας) : με τα λεφτά από τη ληστεία να πάνε στον Καναδά και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.

Η ιστορία ακολουθεί τον νεαρό Φρεντ Χόφμαν (που στη φυλακή του κόλλησαν το παρατσούκλι Μάτζικ) από την ημέρα της αποφυλάκισής του, πρώτα στο χωριό του και μετά στο Βερολίνο όπου πηγαίνει για να (ξανα)βρει τους φίλους τους. Μέσα από αυτήν την περιπέτεια θα γνωρίσει μια Γερμανία που διαφέρει από τη χώρα που γνώριζε προτού φυλακιστεί, καθώς μέσα στο διάστημα αυτό που εκείνος είχε παγώσει τη ζωή του και παρέμενε προσηλωμένος αποκλειστικά στο όνειρο μιας νέας ζωής στον Καναδά, η υπόλοιπη κοινωνία (και μαζί και οι φίλοι του) δεν έχει μπει στην κατάψυξη αλλά αντιθέτως είχε προχωρήσει, είχε ζυμωθεί, είχε αναθεωρηθεί.
Στο οπισθόφυλλο ο Φρεντ χαρακτηρίζεται ως «ρομαντικός αντι-ήρωας» και αυτό ακριβώς είναι. Παρότι εικοσιτεσσάρων ετών, δίνει την εντύπωση ενός μικρού πεισματάρικου παιδιού. Πονηρός και συνάμα αφελής, ένας άκακος καταφερτζής που πιστεύει ακράδαντα πως ο ίδιος και μόνον ορίζει την τύχη του· δεν αφήνει καμία αναποδιά να του χαλάσει τα σχέδια, πεισματικά επιμένει να υλοποιήσει αυτό που τόσα χρόνια ονειρευόταν, ακόμα κι αν όλοι τον εγκαταλείψουν, και παρά τις συνεχιζόμενες ατυχίες δεν σταματά να ενθαρρύνει τον εαυτό του, σκεπτόμενος «ό,τι έγινε έγινε, ό,τι όμως είναι να γίνει από εδώ και πέρα, αυτό το καθορίζεις εσύ».

Σημαντικό ρόλο παίζει και το σκηνικό. Ο συγγραφέας εδώ μας παρουσιάζει ένα Βερολίνο μουντό και σκοτεινό, μια μητρόπολη που χωράει τους πάντες –από τον κυνηγημένο υπόκοσμο μέχρι τους θαμώνες των σικ εστιατορίων–, μια πόλη αρκετά μεγάλη ώστε να μπορείς να κρυφτείς αλλά και αρκετά μικρή ώστε να αισθάνεσαι διαρκώς εκτεθειμένος, μια πόλη όπου κανένας δεν είναι αυτό που δείχνει και που δεν σου επιτρέπει να είσαι σίγουρος ποιον να εμπιστευτείς και από ποιον να φυλαχτείς. Πολύ καλή η σκιαγράφηση της γερμανικής πρωτεύουσας, αν και θα μπορούσε να ήταν ακόμα καλύτερη.

Έχω την εντύπωση πως η θύμηση που θα κατακάτσει λίγο καιρό μετά την ανάγνωση θα είναι ο εξαιρετικός χαρακτήρας του Φρεντ· τον συμπάθησα αρκετά, ενδιαφέρθηκα για την τύχη του, ανησύχησα για το τι θα του συμβεί· τον λυπόμουν για τις αναποδιές που του τύχαιναν, τον θαύμαζα για το πώς τις αντιμετώπιζε και εν τέλει η περιπέτειά του μου έθεσε ένα ερώτημα που πλανιόταν συνεχώς και στην «Οικογένεια του Πασκουάλ Ντουάρτε» : «τελικά, η προσπάθειά μας να ορίσουμε το μέλλον μας είναι αποφασιστικής σημασίας ή το αποτέλεσμά της περιχαρακώνεται μόνο μέσα στα όρια που έχει εκ των προτέρων θέσει η μοίρα μας;»



Το πολύ ταιριαστό (με το μυθιστόρημα) εξώφυλλο είναι το γλυπτό του αμερικάνου ζωγράφου και γλύπτη George Segal, «The Diner».

George Segal, «The Diner»