Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

«Τα χαστουκόψαρα» - Λένος Χρηστίδης

Πρωτοάκουσα για τον Λένο Χρηστίδη πριν από μερικούς μήνες, από έναν φίλο που κι εκείνος τον είχε μόλις ανακαλύψει. Ο φίλος αυτός, λοιπόν, αγόρασε συνεχόμενα μερικά βιβλία του και τα διάβαζε μετά μανίας. Εθισμός κανονικός, δηλαδή!
        Ο ενθουσιασμός του φίλου ήταν τεράστιος. Το ίδιο ενθουσιώδη ήταν και τα σχόλια που διάβαζα στο διαδίκτυο κι έτσι η περιέργειά μου για τα «κατορθώματα» του –άγνωστου σε μένα– συγγραφέα όλο και αυξανόταν. Όπως είναι λογικό βέβαια, καθώς η περιέργειά μου έπαιρνε την ανιούσα, αναλόγως αυξάνονταν και οι προσδοκίες μου.  Και όταν έχεις πολύ ανεβασμένες προσδοκίες, σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.
          Ετούτη η περίπτωση δεν αποτέλεσε εξαίρεση.

εκδ. Καστανιώτη (1997) - σελ. 237


 Θα χαρακτήριζα τα «Χαστουκόψαρα» σαν μια αποτυχημένη απόπειρα για ένα χιουμοριστικό road-trip.
         Ο Μανόλης (αφηγητής) μαθαίνει από μια τηλεοπτική εκπομπή ότι ο κύριος Σπύρος –πατέρας του παλιού κολλητού του, Σωτήρη, και της πρώην φιλενάδας του– αγνοείται. Τότε ψάχνει τον Σωτήρη και ξεκινούν μαζί να τον βρουν.


Έχω την εντύπωση πως, ακόμα κι αν δεν είχα ακούσει και διαβάσει τόσα πολλά διθυραμβικά σχόλια για το συγκεκριμένο, ακόμα κι αν οι προσδοκίες μου βρίσκονταν σε λογικά επίπεδα, πάλι θα το έβρισκα απογοητευτικό. Αν, δε, είχε πέσει στα χέρια μου κατά τύχη, έτσι χωρίς να ξέρω τίποτα σχετικά, τότε πιθανότατα θα το είχα παρατήσει στη μέση…

Αρχικά (και αφού το είχα ξεκινήσει προετοιμασμένος για δυνατό και ανεξέλεγκτο γέλιο) γέλασα κάπως. Κάμποσες έξυπνες ατάκες έκαναν καλά τη δουλειά τους.
Στη συνέχεια, όμως, οι ατάκες ξεφούσκωναν, έχαναν την αρχική τους ζωντάνια και πρωτοτυπία, ενώ και η αφήγηση ήταν πολύ κουραστική με συνεχείς κοφτές φράσεις του στυλ “Η πλατεία ήταν γεμάτη. Καρέκλες. Άδειες. Και τραπέζια. Γεμάτα. Ποτήρια. Άδεια. Ένας τύπος σκούπιζε. Την πλατεία. Περιμέναμε. Όχι αυτόν. Έτσι, γενικώς. Να ξημερώσει” ή “Ήμουν σε κακή μέρα. Βγήκα στο μπαλκόνι. Ξαναμπήκα. Πήρα την μπάλα. Πήγα να ρίξω ένα σουτάκι. Σκέφτηκα ότι δε θα μπει. Κακή ψυχολογία. Άφησα την μπάλα. Ξαναβγήκα στο μπαλκόνι”.
Παράλληλα, οι βωμολοχίες μάταια πάσχιζαν να μου σχηματίσουν έστω ένα μειδίαμα στα χείλη (αντιθέτως, το μόνο που κατάφεραν ήταν να μου φέρουν στον νου τις γνωστές επιθεωρήσεις, όπου ο Τσάκωνας και ο Ψάλτης βρίζουν ασύστολα μέχρι να σε αναγκάσουν να γελάσεις), ενώ και η πλοκή είναι τόσο υποτυπώδης που δεν μπορεί να κρατήσει από μόνη της το ενδιαφέρον.

Αναλογιζόμενος το γιατί το συγκεκριμένο δεν μου άρεσε ενώ φαίνεται γενικότερα να κάνει θραύση, καταλήγω στο ότι το ύφος του χιούμορ του Χρηστίδη δεν αντέχεται για διακόσιες σελίδες (από μένα, τουλάχιστον). Είναι καλό για καμιά σαρανταριά σελίδες· διαβάζεις, γελάς και αυτό ήταν. Συνεχιζόμενο, όμως, καταντάει κουραστικό.

Στη βιβλιοθήκη μου βρίσκονται κι άλλα δύο έργα του Χρηστίδη. Ίσως τους δώσω μια ευκαιρία στο μέλλον, με πιο συγκρατημένες προσδοκίες αυτή τη φορά.




Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Συλλογή διηγημάτων «Υπόγειες ιστορίες»

Είκοσι επτά διηγήματα, ένα για κάθε σταθμό του μετρό, από δεκαέξι συγγραφείς.


εκδ. Athens Voice (2008) - σελ. 202


Δεν μου άφησε πολύ καλή επίγευση η συλλογή ετούτη. Ξεκίνησα να τη διαβάζω κάπου στα μέσα του καλοκαιριού, σαν σφήνα ανάμεσα σε μεγαλύτερης έκτασης αναγνώσματα (συνήθης ρόλος των διηγημάτων), και μου πήρε πολύ περισσότερο από έναν μήνα να την ολοκληρώσω.

Μερικά διηγήματα έπεσαν στην παγίδα του χιλιοειπωμένου “αγόρι συναντά το πιο όμορφο κορίτσι που έχει δει” –θέμα με το οποίο έχει πραγματικά μπουχτίσει η μυθοπλασία. Έπειτα, μερικά άλλα, σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από το τετριμμένο, σκόνταψαν σε μια αχρείαστη επίδειξη λεξιλογίου και μια συγκεχυμένη παρουσία-απουσία πλοκής, κάτι που δεν με ελκύει.

Από τη συλλογή ξεχώρισα τα εξής : «Ο μπορντό χαρτοφύλακας» και «Πέτρος Πουλημένος: Επάγγελμα δημοσιογράφος» του Δ. Μαμαλούκα, «Φωνητικά» της Σώτης Τριανταφύλλου, «Express service» του Στ. Κούλογλου, «Αιώνια αγάπη» του Κ. Τζαμιώτη, «Ιερά Οδός» της Ελισάβετ Παπαδοπούλου και «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» του Αλ. Σταμάτη. Από τα υπόλοιπα, κάποια μου άφησαν μια ανάμεικτη αίσθηση, ενώ κάποια άλλα με άφησαν αδιάφορο.

Βρίσκω ατυχή την επιλογή της πολύ μικρής έκτασης των διηγημάτων (4-5 σελίδες) και πιθανώς κάποιοι από τους συγγραφείς θα μπορούσαν να είχαν συμβάλει με κάτι καλύτερο, αν είχαν περισσότερο χώρο να ξεδιπλωθούν.

Τέλος, διαβάζοντας τη συλλογή στην Ελλάδα του 2013, εντύπωση προκαλεί μία φράση από το διήγημα της Σώτης Τριανταφύλλου· φράση η οποία περιγράφει την άσχημη κατάσταση του κεντρικού ήρωα :
Πώς τα περνάω: σκατά τα περνάω. […] Είμαι σαράντα τριών χρονών· μένω με την αδερφή μου· δουλεύω πέντε μέρες (νύχτες) την εβδομάδα για τριακόσια ευρώ την εβδομάδα, παραμένω ανασφάλιστος […]
(ομολογώ πως διάβασα τρεις φορές το σημείο των “τριακοσίων ευρώ” μέχρι να σιγουρευτώ ότι γράφει “την εβδομάδα”…)



Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

«Οι χρηματιστές ποτέ δεν πεθαίνουν» - Marc Fiorentino

Μια ενδιαφέρουσα σκιαγράφηση του κόσμου των επενδύσεων και της καθημερινότητας των trader, από έναν επί σειρά ετών υπεύθυνο αμερικάνικων επενδυτικών τραπεζών.


εκδ. Λαγουδέρα (2009) - σελ. 246
μτφ. Μαρία Κουμπούρα


Παρίσι, 2008. Ο Σαμ Βεντούρα πλησιάζει στα πενήντα, είναι αποκομμένος από τους πάντες και έχει μόλις καταφέρει να ξεπληρώσει τα χρέη του από τη (δεύτερη) χρεωκοπία του. Επί χρόνια χρηματιστής, όμως, δεν μπορεί να απαλλαχθεί εύκολα από το μικρόβιο των επενδύσεων. Αν και δεν διαθέτει προσωπικό κεφάλαιο, καταφέρνει να δανειστεί και να ξαναμπεί στο παιχνίδι, ποντάροντας στο ευρώ, τον δείκτη CAC, τον χρυσό και το πετρέλαιο.

Ο Fiorentino, μέσω του alter-ego του, περιγράφει αρκετά ανάγλυφα την καθημερινότητα ενός trader, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας, είναι το έντονο άγχος, ο ασταμάτητος έλεγχος των τιμών και αποτίμηση του χαρτοφυλακίου, και η απαραίτητη διαρκής ενημέρωση για τα παγκόσμια οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά τεκταινόμενα σε μια προσπάθεια για ερμηνευτεί ο σφυγμός της αγοράς.

Η πλοκή θα έλεγα πως τείνει στο να είναι απλοϊκή. Παρακολουθούμε κυρίως την καθημερινή πορεία του χαρτοφυλακίου του Βεντούρα, μαθαίνοντας ταυτόχρονα κάποια πράγματα για το επαγγελματικό και προσωπικό παρελθόν του, ενώ δεν λείπει και το κλισέ που θέλει την μοιραία γυναίκα που τον έχει στοιχειώσει να εμφανίζεται ξαφνικά στη ζωή του.

Αυτό που πραγματικά ξεχωρίζω από το ολιγοσέλιδο αυτό μυθιστόρημα, είναι η εύστοχη σκιαγράφηση της καθημερινότητας, των φόβων, των αμφιβολιών και των σκέψεων ενός επενδυτή. Ας αναφερθώ επιγραμματικά σε κάποιες εξ αυτών (όποιος έχει ασχοληθεί έστω και λίγο με το αντικείμενο, θα του φανούν οικεία τα παρακάτω) :

Πρώτα από όλα, μια σωστή πρόβλεψη είναι άχρηστη αν δεν συνοδεύεται από το σωστό timing. Ο καλός trader δεν προβλέπει π.χ. ότι η Χ μετοχή θα ανέβει από 3 ευρώ στα 5 ευρώ, αλλά προβλέπει και το πότε θα συμβεί αυτό.
Δεύτερον, ως επενδυτής, είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφασίσεις να μην κάνεις τίποτα. Μπαίνοντας κάποιος στο παιχνίδι (είτε είναι επαγγελματίας, είτε διαχειρίζεται το δικό του μικρό χαρτοφυλάκιο), αναπόφευκτα βλέπει τον εαυτό του σαν τον υπέρτατο trader, που πρέπει να ανοίγει και να κλείνει θέσεις ασταμάτητα, ξεχνώντας ότι κάποιες φορές είναι προτιμότερη η αναμονή από την επιπόλαια δράση.


Τρίτον, ένας trader σταδιακά αρχίζει να αδιαφορεί για το ύψος των κερδών ή των απωλειών (έχοντας μπουχτίσει να ακούει και να διαχειρίζεται δισεκατομμύρια) και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η αδρεναλίνη του παιχνιδιού –καταλήγοντας βεβαίως να μην διαφέρει πολύ από έναν κοινό τζογαδόρο.
Τέλος και ίσως με τη μεγαλύτερη σημασία, η ψυχολογία, που αποδεικνύεται πως παίζει έναν τεράστιο ρόλο στις αποφάσεις και πολλές φορές υπερφαλαγγίζει τη λογική, ακόμα και κι αν πρόκειται για πεπειραμένους επαγγελματίες του χώρου.

Επιπρόσθετα, καθώς βρισκόμαστε στο 2008 –μερικούς μήνες αφότου τα τοξικά στεγαστικά δάνεια άρχισαν να σκάνε στην Αμερική, αλλά με τις συνέπειες να μην έχουν φτάσει ακόμα για τα καλά στην Ευρώπη–, δεν μπορώ να μην αναφέρω τις συνεχείς εκτιμήσεις του Βεντούρα  (τις οποίες πιθανώς να ενστερνίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας) ότι βρισκόμαστε στην αρχή μιας τεράστιας οικονομικής ύφεσης, ανάλογη με αντίστοιχες μεγάλες υφέσεις του παρελθόντος.


Ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα, που δεν απαιτεί παρά λίγες βασικές (θεωρητικές, έστω) επενδυτικές γνώσεις για να διαβαστεί. Η καθημερινή καταγραφή των τιμών κλεισίματος και της πορείας του χαρτοφυλακίου του Βεντούρα, προκαλεί ένα κάποιο ενδιαφέρον για να διαβάσεις παρακάτω και να μάθεις αν τελικά θα (ξανα)χρεωκοπήσει ή θα πλουτίσει, αλλά μέχρι εκεί· ως λογοτεχνικό έργο, γρήγορα θα σβηστεί από τη μνήμη μου.

Μία θετική ψήφος στην Μαρία Κουμπούρα για την καλή μετάφραση και τις πολύ καλές υποσημειώσεις (αν και θα μπορούσαν να υπάρχουν λίγες ακόμη, π.χ. για το ποιος είναι Ντιζαρντέν ή ο Κερβιέλ). Μία αρνητική ψήφος στην έκδοση, καθώς υπάρχουν κάμποσα τυπογραφικά λάθη.





Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2013

«Ο βιβλιοθηκάριος» - Larry Beinhart

To εξώφυλλο διατείνεται πως πρόκειται για «ένα θρίλερ που κόβει την ανάσα», αλλά δεν θα με βρει απολύτως σύμφωνο.




 Ο  Εβραίος βιβλιοθηκάριος, Ντέιβιντ Γκόλντμπεργκ, προσλαμβάνεται από τον ζάμπλουτο ηλικιωμένο Άλαν Στόου, για να ταξινομήσει τις χιλιάδες των εγγράφων του. Παρότι όλα συντείνουν απλώς σε μια κοπιαστική και χρονοβόρα διαδικασία αρχειοθέτησης, ο Ντέιβιντ θα βρεθεί μέσα σε έναν επικίνδυνο παρασκηνιακό κυκλώνα που ως αποκορύφωμα έχει τις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές.
Χωρίς να έχει υποψιαστεί τίποτα, ο Ντέιβιντ προειδοποιείται από την εκθαμβωτική Νιόβη πως τον κυνηγούν για να τον δολοφονήσουν, διότι ο ίδιος έχει ανακαλύψει κάτι εξεραιτικά σημαντικό στα αρχεία του Στόου. Από εκεί και έπειτα διαδραματίζεται ένα ανθρωποκυνηγητό μεταξύ του βιβλιοθηκάριου και των διωκτών του (οι οποίοι έχουν και τον κυβερνητικό μηχανισμό μαζί τους). Και όλα αυτά, μόλις λίγες ημέρες πριν τις προεδρικές εκλογές, στις οποίες ο νυν πρόεδρος Γκας Σκοτ έρχεται αντιμέτωπος με την Ανν Λι Μέρφυ, την πρώτη γυναίκα στην ιστορία των Η.Π.Α. που διεκδικεί την προεδρία.

Αν και τα παραπάνω παραπέμπουν σε ένα καταιγιστικό θρίλερ, εντούτοις δεν είναι ακριβώς έτσι. Η διάχυτη φλυαρία λειτουργεί ανασταλτικά στην απόλαυση της ανάγνωσης, ενώ η εξέλιξη της πλοκής διακόπτεται συνεχώς από την παράθεση γεγονότων της πολιτικής ιστορίας των Η.Π.Α. (που σε έναν μη μυημένο στα της αμερικάνικης πραγματικότητας φαντάζουν ξένα και λίγο κουραστικά). 
Επίσης, η αληθοφάνεια δεν είναι το φόρτε του μυθιστορήματος αυτού, καθώς ένας απλός βιβλιοθηκάριος μεταμορφώνεται εν μία νυκτί σε έναν ριψοκίνδυνο κατάσκοπο, που τα βάζει με αδίστακτους (πρώην και νυν) στρατιωτικούς.

Όπως γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως το θρίλερ είναι απλώς η πρόφαση του δημιουργού για να θίξει τα μείζονα προβλήματα της πρόσφατης πολιτικής κατάστασης των Η.Π.Α., όπου σημαντικό ρόλο παίζουν δολοπλοκίες, εκβιασμοί, εξαγορές, χειραγώγηση των ΜΜΕ, πολιτική κατασκοπεία, τρομολαγνία, ψηφοθηρία, παραθέτοντας ταυτόχρονα συγκεκριμένα παραδείγματα από την πρόσφατη αμερικάνικη ιστορία.
Προσωπικά, βρήκα πολύ ενδιαφέρουσες μερικές γνώσεις που αποκόμισα (χάρη στις πολύ καλές υποσημειώσεις της μεταφράστριας), αλλά ταυτόχρονα, ως εντελώς ξένος ως προς την αμερικάνικη πραγματικότητα, δεν με άγγιξαν τόσο πολύ τα πεπραγμένα της οικονομικής και πολιτικής ζωής στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, καθώς δεν είναι κάτι που με αφορά άμεσα και που επηρεάζει τη δική μου ζωή (κακώς, βεβαίως, διότι πάνω-κάτω τα ίδια συμβαίνουν σε κάθε γωνιά του πλανήτη...).

Κλείνοντας, δεν νομίζω πως θα θυμάμαι πολλά από το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μετά από λίγο καιρό, εκτός από μία φράση στις τελευταίες σελίδες (εκεί που ο πρωταγωνιστής αφηγείται το τέλος της ιστορία και ξαφνικά, απευθυνόμενος στον αναγνώστη και αναφορικά με τα βρώμικα πολιτικά παρασκήνια, λέει) :
Ποια θα είναι η τελική έκβαση;
[…]
Επίσης εξαρτάται κι από τον κόσμο. Θα θελήσει να τελειώνει μ’αυτό μέσα σε είκοσι έξι λεπτά, να το λύσει σαν μια διαμάχη σε μια φαρσοκωμωδία; Ή θα απαιτήσει να δει τα γεγονότα με κάθε λεπτομέρεια και να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι.
Εξαρτάται από σένα. Συγγνώμη γι’αυτό, αλλά έτσι είναι.



Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

«Ο κρατούμενος μηδέν» - Γιάννης Καρβέλης

Ευχαριστήθηκα πολύ το μαθηματικό-δικαστικό αυτό μυθιστόρημα, αν και τελειώνοντάς το με άφησε με τη σκέψη «τι θα γινόταν αν…».


 εκδ. Γαβριηλίδης (2006) - σελ. 193


Η.Π.Α., 2009. Τρεις μεταπτυχιακοί μηχανικοί υπολογιστών –ένας Έλληνας και δύο Ινδοί– που εργάζονται για την κατασκευή μιας φυλακής υψίστης ασφαλείας (της «Απομόνωσης», στην αεροπορική βάση Λάνγκλεϊ), συλλαμβάνονται για προδοσία και κρατούνται στην «Απομόνωση». Λίγες μέρες αργότερα καταφέρνουν να αποδράσουν. Ένας σμηναγός και ένας σμηνίας κατηγορούνται για συνεργεία και προδοσία. Κατά τη διάρκεια της δίκης, ένας καθηγητής Μαθηματικών προσπαθεί να αποδείξει πως, ακολουθώντας έναν συγκεκριμένο λογικό συλλογισμό, οι τρεις κρατούμενοι θα μπορούσαν να έχουν αποδράσει δίχως εξωτερική βοήθεια.

Το κύριο χαρακτηριστικό του έργου αυτού είναι οι μαθηματικοί γρίφοι. Πρώτα ένας σύντομος γρίφος που αφορά τους πρώτους αριθμούς, έπειτα ένας πιο σύνθετος που έχει να κάνει με φυλακισμένους και χρώματα καπέλων και, τέλος ο σημαντικότερος όλων, ο γρίφος του πώς θα μπορούσαν οι τρεις κρατούμενοι να αποδράσουν χρησιμοποιώντας τις μαθηματικές τους γνώσεις.
Ο Καρβέλης δεν αρκείται σε μια μυθοπλασία με μαθηματικές πινελιές, αλλά εμποτίζει το κείμενό του με αρκετούς μαθηματικούς συλλογισμούς (συλλογισμοί και μόνο –μην φανταστεί κανείς πολύπλοκους τύπους και εξισώσεις). Από τα μαθηματικά μυθιστορήματα που θυμάμαι, το συγκεκριμένο περιλαμβάνει τα περισσότερα αμιγώς μαθηματικά κομμάτια, για τα οποία δεν αρκεί μια απλή ανάγνωση, αλλά χρειάζεται συγκέντρωση και σκέψη για να γίνουν κατανοητά.

Παρά την εξαιρετική σε σύλληψη ιδέα της «Απομόνωσης» και των άκρως προηγμένων δικλίδων ασφαλείας που τη χαρακτηρίζουν, αυτό το μυθιστόρημα με έκανε να αναρωτηθώ «τι θα γινόταν αν το είχε γράψει ένας αμερικάνος;». Κι αυτό διότι έχει μεν την φόρμα των αμερικάνικων best-seller (φυλακές υψηλής τεχνολογίας, πολιτικά παρασκηνιακά συμφέροντα, τρομοκρατία, προδοσίες, νομικές μάχες στο αεροδικείο κι όλα αυτά συνδυασμένα με μια δόση μαθηματικών), αλλά παρόλα αυτά, δεν σε πιάνει από τα μούτρα για να σε καθηλώσει, δεν σε κάνει να χωθείς βαθιά στην ιστορία. Με λίγα λόγια, δεν απογειώνεται.
Ο συγγραφέας φαίνεται πως συνέγραψε καθαρά σαν καθηγητής και διόλου σαν λογοτέχνης –γεγονός καθόλα αποδεκτό βέβαια, αφού και το τελικό αποτέλεσμα είναι πολύ καλό. Έτσι, όμως, δεν έδωσε στο βιβλίο την ευκαιρία να διεκδικήσει το άριστα. Θεωρώ πως αν υπήρχε μια υποτυπώδης σκιαγράφηση των χαρακτήρων (η οποία είναι ανύπαρκτη), αν τα μαθηματικά κομμάτια ήταν πιο απλωμένα και παρουσιασμένα περισσότερο επεξηγηματικά και αν είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη δικαστική μάχη, ο «Κρατούμενος μηδέν» θα μπορούσε άνετα να είναι ένα εξαιρετικό, αντί για ένα πολύ καλό μυθιστόρημα.