Πρωτοάκουσα για τον Λένο Χρηστίδη πριν από μερικούς μήνες, από
έναν φίλο που κι εκείνος τον είχε μόλις ανακαλύψει. Ο φίλος αυτός, λοιπόν, αγόρασε συνεχόμενα μερικά
βιβλία του και τα διάβαζε μετά μανίας. Εθισμός κανονικός, δηλαδή!
Ο ενθουσιασμός του φίλου ήταν τεράστιος. Το ίδιο ενθουσιώδη ήταν και τα σχόλια που διάβαζα στο διαδίκτυο κι έτσι η περιέργειά μου για τα «κατορθώματα» του –άγνωστου σε μένα– συγγραφέα όλο και αυξανόταν. Όπως είναι λογικό βέβαια, καθώς η περιέργειά μου έπαιρνε την ανιούσα, αναλόγως αυξάνονταν και οι προσδοκίες μου. Και όταν έχεις πολύ ανεβασμένες προσδοκίες, σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.
Ετούτη η περίπτωση δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Ο ενθουσιασμός του φίλου ήταν τεράστιος. Το ίδιο ενθουσιώδη ήταν και τα σχόλια που διάβαζα στο διαδίκτυο κι έτσι η περιέργειά μου για τα «κατορθώματα» του –άγνωστου σε μένα– συγγραφέα όλο και αυξανόταν. Όπως είναι λογικό βέβαια, καθώς η περιέργειά μου έπαιρνε την ανιούσα, αναλόγως αυξάνονταν και οι προσδοκίες μου. Και όταν έχεις πολύ ανεβασμένες προσδοκίες, σχεδόν πάντα απογοητεύεσαι.
Ετούτη η περίπτωση δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Θα χαρακτήριζα
τα «Χαστουκόψαρα» σαν μια αποτυχημένη απόπειρα για ένα χιουμοριστικό road-trip.
Ο Μανόλης (αφηγητής) μαθαίνει από μια τηλεοπτική εκπομπή ότι ο κύριος Σπύρος –πατέρας του παλιού κολλητού του, Σωτήρη, και της πρώην φιλενάδας του– αγνοείται. Τότε ψάχνει τον Σωτήρη και ξεκινούν μαζί να τον βρουν.
Ο Μανόλης (αφηγητής) μαθαίνει από μια τηλεοπτική εκπομπή ότι ο κύριος Σπύρος –πατέρας του παλιού κολλητού του, Σωτήρη, και της πρώην φιλενάδας του– αγνοείται. Τότε ψάχνει τον Σωτήρη και ξεκινούν μαζί να τον βρουν.
Έχω την εντύπωση πως, ακόμα κι αν δεν είχα ακούσει και
διαβάσει τόσα πολλά διθυραμβικά σχόλια για το συγκεκριμένο, ακόμα κι αν οι
προσδοκίες μου βρίσκονταν σε λογικά επίπεδα, πάλι θα το έβρισκα απογοητευτικό.
Αν, δε, είχε πέσει στα χέρια μου κατά τύχη, έτσι χωρίς να ξέρω τίποτα σχετικά,
τότε πιθανότατα θα το είχα παρατήσει στη μέση…
Αρχικά (και αφού το είχα ξεκινήσει προετοιμασμένος για
δυνατό και ανεξέλεγκτο γέλιο) γέλασα κάπως. Κάμποσες έξυπνες ατάκες έκαναν καλά
τη δουλειά τους.
Στη συνέχεια, όμως, οι ατάκες ξεφούσκωναν, έχαναν την
αρχική τους ζωντάνια και πρωτοτυπία, ενώ και η αφήγηση ήταν πολύ κουραστική με συνεχείς
κοφτές φράσεις του στυλ “Η πλατεία ήταν γεμάτη. Καρέκλες. Άδειες. Και τραπέζια.
Γεμάτα. Ποτήρια. Άδεια. Ένας τύπος σκούπιζε. Την πλατεία. Περιμέναμε. Όχι
αυτόν. Έτσι, γενικώς. Να ξημερώσει” ή “Ήμουν σε κακή μέρα. Βγήκα στο μπαλκόνι.
Ξαναμπήκα. Πήρα την μπάλα. Πήγα να ρίξω ένα σουτάκι. Σκέφτηκα ότι δε θα μπει. Κακή
ψυχολογία. Άφησα την μπάλα. Ξαναβγήκα στο μπαλκόνι”.
Παράλληλα, οι βωμολοχίες μάταια πάσχιζαν να μου σχηματίσουν
έστω ένα μειδίαμα στα χείλη (αντιθέτως, το μόνο που κατάφεραν ήταν να μου φέρουν στον νου τις
γνωστές επιθεωρήσεις, όπου ο Τσάκωνας και ο Ψάλτης βρίζουν ασύστολα μέχρι να σε
αναγκάσουν να γελάσεις), ενώ και η πλοκή είναι τόσο υποτυπώδης που δεν μπορεί
να κρατήσει από μόνη της το ενδιαφέρον.
Αναλογιζόμενος το γιατί το συγκεκριμένο δεν μου
άρεσε ενώ φαίνεται γενικότερα να κάνει θραύση, καταλήγω στο ότι το ύφος του χιούμορ του
Χρηστίδη δεν αντέχεται για διακόσιες σελίδες (από μένα, τουλάχιστον). Είναι καλό
για καμιά σαρανταριά σελίδες· διαβάζεις, γελάς και αυτό ήταν.
Συνεχιζόμενο, όμως, καταντάει κουραστικό.
Στη βιβλιοθήκη μου βρίσκονται κι άλλα δύο έργα του
Χρηστίδη. Ίσως τους δώσω μια ευκαιρία στο μέλλον, με πιο συγκρατημένες
προσδοκίες αυτή τη φορά.
Συμφωνω απολυτα με την περιγραφη σου....τα ίδια έπαθα και εγώ....:)
ΑπάντησηΔιαγραφήΧμ, μου φαίνεται πως αρκετοί έπαθαν το ίδιο... (όπως -από την άλλη- και αρκετοί λάτρεψαν τον Χρηστίδη, βέβαια)
ΑπάντησηΔιαγραφή