Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

«Φόνος στο σπίτι του μεγάλου αδελφού» - Ben Elton

   Ο Άγγλος Ben Elton, εμπνεύστηκε μια δολοφονία σε τηλεοπτικό ριάλιτι. Μια ομολογουμένως πρωτότυπη ιδέα : δέκα νεαροί/-ες κλείνονται σε ένα σπίτι, όπου παρακολουθούνται από τις κάμερες 24/7. Όπως γίνεται γνωστό από την πρώτη κιόλας σελίδα, την 27η ημέρα εγκλεισμού στο σπίτι, ένας εκ των συμμετεχόντων δολοφονείται.

Εκδόσεις : Κέδρος (2002)
Αριθμός σελίδων : 461
Μετάφραση : Μαίρη Περαντάκου-Κουκ
Πρωτότυπο : Dead famous (2001)
 


      Αυτό που αργεί πάρα, μα πάρα, πολύ να αποκαλυφθεί, είναι η ταυτότητα του θύματος και ο τρόπος με τον οποίο δολοφονείται. Για σελίδες επί σελίδων περιγράφονται οι (ανούσιες) δραστηριότητες των παικτών μέσα στο σπίτι, χωρίς να προωθείται καθόλου η πλοκή. Πραγματικά αχρείαστες σελίδες, που στην ουσία καταντούν να αντικαθιστούν λεπτομερώς, την ζωντανή παρακολούθηση ενός τηλεοπτικού ριάλιτι, με χαμηλού επιπέδου συμμετέχοντες και βλακώδεις συζητήσεις και δραστηριότητες. Πού και πού παρεμβάλλονται τα καυστικά σχόλια των αστυνομικών και των τεχνικών, που παρακολουθούν τις σχετικές βιντεοκασέτες, σπάζοντας λίγο την μονοτονία.

        Ο επιθεωρητής Κόλετριτζ, με τους βοηθούς του, Χούπερ και Πατρίσια, ανακρίνουν όλους τους εμπλεκόμενους και φυσικά στο τέλος θα βρουν την (έξυπνη, αλλά λίγο τραβηγμένη) λύση, η οποία δημοσιοποιείται με "θεατρικό" τρόπο από τον επιθεωρητή.

     Ενδιαφέρον έχει η παρουσίαση των υπεύθυνων του ριάλιτι, ως κυνικών κυνηγών χρήματος με οποιοδήποτε κόστος, πατώντας χωρίς δισταγμό πάνω στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια των παικτών. Επίσης, η ωμή αλήθεια σχετικά με αυτού του είδους τα τηλεοπτικά σόου, όπως εκστομίζεται από κάποιους χαρακτήρες : π.χ. οιοσδήποτε θέλει να βρίσκεται μέσα σε αυτό το ηλίθιο σπίτι, είναι εξ ορισμού ένα όχι αρκούντως ενδιαφέρον άτομο για να παρακολουθείς και αν ήξεραν οι παίκτες τα καταδικαστικά συμπεράσματα που βγάζουμε καθώς πετσοκόβουμε τις κουβέντες τους για να ταιριάξουν με τις ανάγκες μας για τηλεθέαση, την απόλυτη έλλειψη σεβασμού που έχουμε για τα κίνητρά τους, προφανώς όλοι θα εύχονταν να έχουν δολοφονηθεί.
 

     Σε γενικές γραμμές, το βρήκα πολύ φλύαρο - τουλάχιστον 100 με 150 σελίδες θα μπορούσαν κάλλιστα να παραλειφθούν. Η κεντρική ιδέα είναι μεν πρωτότυπη, αλλά "βούλιαξε" μέσα στις πολλές λεπτομερείς αναφορές στην έγκλειστη ζωή. Ο χαρακτήρας του επιθεωρητή Κόλεριτζ είναι αρκετά ενδιαφέρων και θα έπρεπε να έχει αναπτυχθεί παραπάνω.

      Η μετάφραση, τέλος, είναι κάτω του μετρίου. Άλλοτε μεταφράζονται αγγλικές εκφράσεις αυτολεξεί (πήγε να ενωθεί με τον τάδε, θανατερά χοντροκέφαλος, τσατ σόου) κι άλλοτε επιστρατεύονται ένα σωρό άγνωστες και παράξενες ελληνικές λέξεις (φουσάτος, ακροποδητί, προμοσιονάρει, ζιγκζαγκωτά, φρούμαξε, τα λεμπλεμπιά). Επιπλεόν, σε δύο σημεία αναφέρονται λάθος ονόματα. Το ελαφρυντικό που πρέπει να αναγνωριστεί είναι ότι οι χαρακτήρες μιλούν υπερβολικά αργκό και αυτό σαφώς δυσχεραίνει το έργο της μεταφράστριας (αν και θα μπορούσε να μην προσκολλά τόσο στο πρωτότυπο, αλλά να κάνει μια πιο δημιουργική μετάφραση στα σχετικά σημεία).


Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

yWriter : Novel writing software

Το σπουδαιότερο όπλο που έχει κάποιος όταν γράφει, είναι η έμπνευση. Άντε, πού και πού, και μία κούπα καφέ - όταν τον παίρνει το ξημέρωμα πάνω απ’το πληκτρολόγιο. Όμως, επειδή πάντα υπάρχει περιθώριο για κάτι καλύτερο, κάπου εδώ επεμβαίνει η τεχνολογία, βάζοντας το μικρό της λιθαράκι στη φαρέτρα του συγγραφέα.
  

Το yWriter είναι ένα πρόγραμμα συγγραφής, το οποίο σχεδιάστηκε για να βοηθήσει τον συγγραφέα στην, όσο το δυνατό ευκολότερη και αποτελεσματικότερη, οργάνωση της δουλειάς του. Σχεδιάστηκε και διανέμεται δωρεάν από τον προγραμματιστή και συγγραφέα Simon Hayes. Ο ίδιος, στην ιστοσελίδα του, περιγράφει τις τεχνικές δυσκολίες που συναντούσε κατά τη διάρκεια συγγραφής του βιβλίου του (π.χ. αναδιάταξη κεφαλαίων), όταν και χρησιμοποιούσε ένα απλό πρόγραμμα κειμένου. Έτσι, σχεδίασε το yWriter με σκοπό να δώσει λύσεις σε μερικά απλά προβλήματα, που προφανώς απασχολούν οποιονδήποτε προσπαθεί να γράψει.

Επιγραμματικά, κάποιος που χρησιμοποιεί το yWriter, μπορεί :
να οργανώσει το μυθιστόρημά του κατά κεφάλαια (και αυτά να τα διαιρέσει σε επιμέρους σκηνές)
να έχει στη διάθεσή του χρήσιμα στατιστικά στοιχεία, όπως τον αριθμό λέξεων ανά κεφάλαιο/σκηνή, τον αριθμό σκηνών όπου συμμετέχει ο κάθε χαρακτήρας κ.τ.λ.
να αναδιατάσσει εύκολα οποιαδήποτε κεφάλαια ή σκηνές
να κρατά λεπτομερείς σημειώσεις για το βιογραφικό κάθε χαρακτήρα και για κάθε τοποθεσία που αναφέρεται, καθώς και να εισαγάγει σχετικές εικόνες

yWriter storyboard


Το μειονέκτημα που εντόπισα είναι ότι δεν δίνει τη δυνατότητα για εξαγωγή του κειμένου σε word ή pdf, αλλά σε html και wordpad. Επίσης, το μενού μπορεί να μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, αλλά όχι στα ελληνικά.

Όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να το κατεβάσει δωρεάν από τη σελίδα του Simon Hayes.


Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

«Η βαριάντα του Λίνεμπουργκ» - Paolo Maurensig


Το εξαιρετικό πρώτο μυθιστόρημα του Paolo Mauresing (γεν. 1943) αποτελεί μια ιστορία γύρω απ’το σκάκι. Ή, καλύτερα, μια ιστορία γύρω απ’το πάθος για το σκάκι.
εκδ.  Κέδρος (2005)
Εκδόσεις : Κέδρος (2005) & Γνώση (1995)
Μετάφραση : Κασαπίδης Γιώργος 
Αριθμός σελίδων : 208
Πρωτότυπο : La variante di Lüneburg (1993)

Ο γερμανός επιχειρηματίας, ο Ντίτερ Φρις, δολοφονείται στην εξοχική βίλα του, στη Βιέννη. Το κίνητρο αυτής της δολοφονίας βρίσκεται πολλές δεκαετίες πίσω, ανάμεσα σε σκληρές μονομαχίες σε σκακιστικά τουρνουά και στον κατατρεγμό των εβραίων από την επέλαση των ναζί.


Παρότι το βιβλίο ξεκινά με το έγκλημα, δεν πρόκειται για αστυνομικό. Ο φόνος, που αποκαλύπτεται στην δεύτερη κιόλας σελίδα, δεν είναι παρά το κλειδί εκείνο που ανοίγει την πόρτα για την ιστορία που θέλει να μας διηγηθεί ο συγγραφέας. Μια ιστορία ασίγαστου πάθους για το σκάκι, αλλά και μια ιστορία απίστευτης θηριωδίας.

Δεν υπάρχει κανένας γρίφος για το ποιος είναι ο δράστης, ούτε και διασπείρονται στοιχεία για επεξεργασία και απόπειρα μαντεψιάς. Η ταυτότητα του δράστη δεν δηλώνεται, μεν, ρητά, αλλά στην πορεία ο αναγνώστης τον ανακαλύπτει ασυναίσθητα. Και αφού εύκολα βρίσκουμε το ποιος, αυτό που απομένει (και στο οποίο δίνεται έμφαση) είναι το γιατί.
εκδ.  Γνώση (1995)
Αυτό το γιατί, αποκαλύπτουν προοδευτικά οι δύο εκτεταμένοι μονόλογοι, οι οποίοι συνθέτουν το μυθιστόρημα. Καταρχήν, ο εικοσάχρονος Χανς Μάγερ αφηγείται τη λατρεία του για το σκάκι και το πώς μαθήτευσε δίπλα σε έναν από τους καλύτερους σκακιστές της εποχής. Έπειτα, ο παλαίμαχος σκακιστής Ταμπόρι, εξομολογείται με τη σειρά του, πώς εκείνος έμαθε τα μυστικά του παιχνιδιού και πώς κατάφερε να γίνει εκ των κορυφαίων σκακιστών του κόσμου, αλλά και την φρικιαστική εμπειρία του ως κρατούμενος σε στρατόπεδο των ναζί, όπου (εκτός απ' τα βασανιστήρια) αναγκάστηκε να παίξει σκάκι με έπαθλο ανθρώπινες ζωές.

Το γεγονός ότι ουσιαστικά το μυθιστόρημα αποτελείται από δύο μεγάλους μονολόγους δεν το κάνει καθόλου κουραστικό. Και οι δύο μονόλογοι είναι πολύ παραστατικοί, με τον πρώτο να μας εισαγάγει στο σκάκι και στο πάθος που κυριεύει τους μυημένους, ενώ ο δεύτερος (και άκρως συγκλονιστικός) μας μεταφέρει γλαφυρότατα την απόγνωση από τα ατελείωτα βασανιστήρια, αλλά κυρίως την εξαθλίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των κρατουμένων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Οι αναφορές στο σκάκι είναι (προφανώς) αρκετές και οι γνώστες μπορούν εύκολα να ταυτιστούν με τους ήρωες, αλλά δεν αποτρέπεται σε καμία περίπτωση ο μη-μυημένος από το να παρακολουθήσει άνετα την ιστορία.

Τέλος, έχω την αίσθηση πως κάποια σημεία της μετάφρασης χωλαίνουν λίγο και η στίξη θα έπρεπε να είχε προσεχθεί περισσότερο.





Ένα άλλο, επίσης εξαιρετικό μυθιστόρημα σχετικό με το σκάκι, είναι "Ο πίνακας της Φλάνδρας", του Arturo Pérez-Reverte, το οποίο προς το παρόν δεν θα σχολιάσω, καθώς πάνε αρκετά χρόνια που το διάβασα...

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

"Λύσε μόνος σου τα προβλήματά σου" - Γ. Πιντέρης



Δεν γνωρίζω προσωπικά τον ψυχολόγο Γιώργο Πιντέρη, αλλά από τα γραπτά του στο ιστολόγιό του, τα βιβλία του και τα βίντεο που μπόρεσα να εντοπίσω, μπορώ να πω ότι μου έχει κάνει θετικότατη εντύπωση. Μιλάει μια γλώσσα αρκετά απλή ώστε να γίνεται αντιληπτή απ'τον καθένα, χωρίς κοινοτοπίες και επιστημονικές θεωρίες, που κάλλιστα πολλοί άλλοι στη θέση του, και έχοντας διδακτορικό στην ψυχολογία, θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν. Φαίνεται να προσεγγίζει κάθε ζήτημα πάνω από όλα με κοινή λογική, χωρίς παρωπίδες και επαγγελματικά κολλήματα.

Εκδόσεις ΘΥΜΑΡΙ
πρώτη έκδοση : 1991
162 σελίδες

Το "Λύσε μόνος σου τα προβλήματά σου" είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο. Μέσα απ'τις σελίδες του μπορεί κανείς να προβληματιστεί για πολλές πτυχές των διαπροσωπικών σχέσεων, αλλά και να αναγνωρίσει τον εαυτό του και τον περίγυρό του σε πολλές από τις καταστάσεις που περιγράφονται.

Τα παραδείγματα από παλαιότερους ασθενείς (αν είναι δόκιμος αυτός ο όρος) του συγγραφέα, δίνουν την απαραίτητη ζωντάνια και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη (κάτι σαν τον διάλογο στα μυθιστορήματα!), βοηθώντας τον παράλληλα να αναγνωρίζει λεπτές αποχρώσεις σε διαφόρων ειδών ανθρώπινες συμπεριφορές, αφού διαβάζοντάς τις αποστασιοποιημένος, είναι σε θέση να τις εξετάσει με ψύχραιμη και καθαρή ματιά.

Το παράξενο με αυτό το βιβλίο είναι ότι κάνει κάτι που δεν θα περιμέναμε : προσπαθεί να διαλύσει διάφορους μύθους που έχουν δημιουργηθεί γύρω από την ψυχολογία, την ψυχοθεραπεία και τα ψυχολογικά προβλήματα, και που (φαίνεται να) ευνοούν/συντηρούν την ύπαρξη του συγκεκριμένου επαγγελματικού κλάδου. Πάντα με επιχειρήματα και παραδείγματα, προσπαθεί να κάνει τον αναγνώστη να αντιμετωπίζει ό,τι ζήτημα τον απασχολεί με μια λογική ματιά, χωρίς να γίνεται έρμαιο βαρύγδουπων ψυχολογικών θεωριών, ψυχοθεραπευτών που παρουσιάζονται ως παντογνώστες και ευπώλητων βιβλίων ψυχολογίας (συμπεριλαμβανομένων και των δικών του!).

Βέβαια, σε μερικά (ίσως αρκετά) σημεία έχω τις αντιρρήσεις μου. Κάποια επιχειρήματα που παρουσιάζονται δεν με έπεισαν απόλυτα και κάποια παραδείγματα που παρατίθενται δεν νομίζω πως τεκμηριώνουν επακριβώς τα όσα υποστηρίζονται. Όμως, ακόμα και από αυτά, κρατάω την πολύτιμη "τροφή για σκέψη" που μου προσέφεραν. Στο κάτω-κάτω, με ποιον άνθρωπο συμφωνούμε απόλυτα;

Σε γενικές γραμμές, το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο τόσο απλά και κατανοητά, που διαβάζοντάς το, έχεις την ψευδαίσθηση ότι ακούς τον ίδιο τον συγγραφέα να σε συμβουλεύει! Διαβάζεται εύκολα και δεν είναι ανάγκη κάποιος να έχει κάποιο πρόβλημα για το διαβάσει - μπορεί απλώς να πάρει μια ιδέα για τις ανθρώπινες συμπεριφορές που συναντά καθημερινά (στην οικογένεια, στην εργασία, στις παρέες, κλπ).

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

"Οι μεταμορφώσεις της Νίνα Τοντ" - Lesley Glaister

Χαρακτηρίζεται ως αστυνομικό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι τέτοιο. Σε αυτό το μυθιστόρημα κανένα έγκλημα δεν ψάχνει τον ένοχό του και κανένας αστυνομικός/ντετέκτιβ/δικηγόρος δεν λύνει αινίγματα. Ο χαρακτηρισμός 'ψυχολογικό θρίλερ' ίσως του ταιριάζει περισσότερο.

Παρακολουθούμε δυο ξεχωριστές πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, της Νίνας και του Ρούπερτ, που εναλλάσσονται ανά κεφάλαιο, ενώ σποραδικά παρεμβάλλεται και μία άλλη, τριτοπρόσωπη αφήγηση, που αφορά στο παρελθόν (και φυσικά συνδέεται με τα όσα συμβαίνουν και πρόκειται να συμβούν).

Εκδόσεις : Μεταίχμιο (2010)
Μετάφραση : Αργυρώ Μαντόγλου
Αριθμός σελίδων : 384
Πρωτότυπο : Nina Todd has gone, Lesley Glaister

Η Νίνα Τόντ δεν είναι μια γυναίκα που την προσέχεις με την πρώτη ματιά -δεν θέλει άλλωστε να προσελκύει τα βλέμματα. Ζει μια ήσυχη ζωή: συνηθισμένη δουλειά, σταθερός δεσμός, χωρίς εξάρσεις. Η γνωριμία της με τον Ρούπερτ σε ένα ξενοδοχείο οδηγεί απλώς σε μια επιπόλαιη σχέση της μιας βραδιάς ή έτσι θέλει να πιστεύει η Νίνα. Ο Ρούπερτ όμως έχει διαφορετική γνώμη. Είναι απλώς το πάθος του για εκείνη που τον οδηγεί στο κατόπι της ή κάτι πιο βαθύ; Ποιος είναι ο Ρούπερτ και για ποιο ένοχο μυστικό της ζητά εκδίκηση; Ποια πραγματικά είναι η Νίνα Τοντ; 

Οι αφηγήσεις της Νίνας και του Ρούπερτ αφορούν σε δύο ξεχωριστές παράλληλες ιστορίες, που όπως είναι λογικό, κάποια στιγμή συνδέονται. Η γραφή είναι αρκετά αφαιρετική στα πρώτα κεφάλαια έως και την σύνδεση των δύο ιστοριών, η οποία λαμβάνει χώρα πολύ νωρίς στο βιβλίο. Αυτό είναι και το κομβικό σημείο. Από εκεί και πέρα η αγωνία μετριάζεται κατά πολύ και πλέον δεν υπάρχει κάτι συγκλονιστικό να ανακαλύψει ο αναγνώστης. Η πλοκή κυλάει αργά, χωρίς καθόλου ανατροπές και παρότι γενικά αποφεύγονται οι μακροσκελείς περιγραφές και οι φλυαρίες, η ιστορία θα μπορούσε να έχει ειπωθεί και σε αρκετά λιγότερες σελίδες. Τέλος, μου φάνηκε άστοχη η επιλογή του ελληνικού τίτλου (όχι πως ο αγγλικός είναι πολύ εύστοχος).



Κατά τη γνώμη μου είναι ένα μέτριο μυθιστόρημα, το οποίο δεν αντεπεξήλθε των (ομολογουμένως κάπως υψηλών) προσδοκιών μου. Διαβάζεται, αλλά μέχρι εκεί. Τίποτα το αξιομνημόνευτο.



Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

«Η Δίκη» - Franz Kafka

Ο Φραντς Κάφκα (1883-1924) δεν ολοκλήρωσε ποτέ αυτό το έργο και πιθανώς να μην είχε σκοπό να το ολοκληρώσει. Στο χειρόγραφό του που διεσώθη, περιλαμβάνονται δέκα ολοκληρωμένα κεφάλαια, κάποια ανολοκλήρωτα και μερικές παράγραφοι που ο ίδιος είχε διαγράψει.

Συγγραφέας : Φραντς Κάφκα
Εκδόσεις : Ελευθεροτυπία, 2006
Μετάφραση : Γιάννης Βαλούρδος
Σελίδες : 242
Πρωτότυπο : Der Prozess, 1925
Γλώσσα πρωτοτύπου : Γερμανικά

Ένα πρωί, ο τριαντάχρονος τμηματάρχης μια τράπεζας, Γιόζεφ Κ. συλλαμβάνεται στην πανσιόν όπου διαμένει, χωρίς προφανή λόγο και μαθαίνει πως θα παραπεμφθεί σε δίκη. Από εκείνη τη στιγμή αναλώνεται στο να συλλέξει πληροφορίες για το κατηγορητήριο, το δικαστήριο, τους δικαστές και να βρει τρόπο να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε αυτή την (παράξενη, όπως αποδεικνύεται) δίκη.

***

«Κάποιος πρέπει να είχε διαβάλει τον Γιόζεφ Κ., γιατί ένα πρωινό, δίχως να κάνει τίποτα κακό, ήρθα και τον συνέλαβαν» είναι η εναρκτήρια πρόταση της Δίκης.

Πρόκειται για μια ελαφρώς σουρεαλιστική ιστορία, ενός ανθρώπου που συλλαμβάνεται, ανακρίνεται και περιμένει να παραπεμφθεί σε δίκη, δίχως όμως να του έχε γνωστοποιηθεί η κατηγορία που τον βαραίνει. «Μολονότι παίζω το ρόλο του κατηγορημένου, είναι αδύνατο να θυμηθώ το παραμικρό παράπτωμά που θα δικαιολογούσε τη δίωξή μου»
                                                                                                           
Το παράδοξο είναι πως ενώ αρχικά αδιαφορεί για την επικείμενη - αλλά χρονικά απροσδιόριστη - δίκη και εκφράζεται ειρωνικά για την όλη διαδικασία και τους ανθρώπους που την υπηρετούν, καθώς όλα είναι εντελώς έξω από τα συνηθισμένα και εντελώς παράλογα («Ο κατηγορούμενος δεν έχει δικαίωμα να διαβάσει τη δικογραφία», «Κατά κανόνα, ο συνήγορος δεν έχει το δικαίωμα να παρευρίσκεται στις ανακρίσεις»), με τον καιρό, κατά έναν παράξενο τρόπο, ο Κ. πείθει τον εαυτό του να μπει στη διαδικασία αυτή και να συμμετάσχει, με τον ρόλο που ερήμην τού έχει αποδοθεί, αυτόν του κατηγορουμένου. Αρχίζει να ασχολείται εντατικά με την υπόθεση και προσπαθεί να βρει διόδους προς την αθώωσή του, σε σημείο που παραμελεί τη δουλειά του και την προσωπική του ζωή.

Στην προσπάθειά του να βγει αλώβητος από αυτήν την περιπέτεια, είναι διατεθειμένος να καταφύγει σε κάθε λογής μεθόδους. Να κάνει τα γλυκά μάτια σε οποιαδήποτε γυναίκα βρεθεί στο διάβα του και θεωρεί πως μπορεί να του φανεί χρήσιμη, να ζητήσει συμβουλές από έναν φτωχό μεσήλικα με τον οποίο σε άλλη περίπτωση ούτε που θα καταδεχόταν να συνομιλήσει και να ζητήσει τη συνδρομή ενός άγνωστου και αρκετά περίεργου ζωγράφου.

Βέβαια, παρά τις όλες προσπάθειές του, ενδόμυχα, σιγά σιγά αποδέχεται την ενοχή του και αντιλαμβάνεται ότι είναι ανώφελο να παλέψει κόντρα στο δαιδαλώδες και παράλογο δικαστικό σύστημα που τον κατηγορεί.

Μέσα στα δέκα αυτά ολοκληρωμένα κεφάλαια παρατηρούμε όλες τις προσπάθειες που κάνει ο Κ. για μπορέσει να υπερασπιστεί το εαυτού ενάντια σε αυτήν την άγνωστη κατηγορία και ταυτόχρονα να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του στον περίγυρό του, αλλά και να μην αποδυναμωθεί η θέση του στην δουλειά του, όπου οι αντίπαλοι καραδοκούν να τον εκθρονίσουν. Επίσης βλέπουμε πώς επηρεάζεται η καθημερινότητά του από την όλη δοκιμασία, και πώς η ψυχολογία του και οι ελπίδες του ανεβοκατεβαίνουν από το ναδίρ στο ζενίθ ασταμάτητα.

Η αφήγηση είναι σε γ’ πρόσωπο, εστιασμένη πάντα στον Κ. Το ενδιαφέρον παραμένει αμείωτο καθόλη τη διάρκεια της ιστορίας, με τους κοφτούς αλλά συνάμα συμπυκνωμένους διαλόγους να παρεμβάλλονται σε καταλληλα σημεία. Τα διαδοχικά κεφάλαια δεν παρουσιάζουν σημαντική συνοχή (πιθανώς να μη προορίζονταν για την συγκεκριμένη αλληλουχία), αλλά αυτό δεν δυσκολεύει καθόλου την ανάγνωση.

Μετά το τέλος της ιστορίας, περιλαμβάνονται μερικά ημιτελή κεφάλαια, τα οποία κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν έχουν σε τόσο έντονο βαθμό το αφαιρετικό και δυσοίωνο ύφος από το οποίο διακρίνονται τα δέκα ολοκληρωμένα. Επίσης, περιλαμβάνονται τρεις επίλογοι τριών εκδόσεων της Δίκης, από τον Μαξ Μπροντ. Στους επιλόγους αυτούς αναφέρει κυρίως του λόγους που τον ώθησαν να δημοσιεύσει τα έργα του Κάφκα, παρότι είχε την αντίθετη εντολή.

Να δώσω έναν πόντο στη μετάφραση, που είναι εξαιρετική.


Ιστορία της έκδοσης
Το χειρόγραφο της Δίκης διεσώθη από τον συγγραφέα και φίλο του, Μαξ Μπροντ, ο οποίος, ενάντια στην επιθυμία του ίδιου του Κάφκα, το επιμελήθηκε και το εξέδωσε. Η ρητή και γραπτή (με επιστολή προς τον Μπροντ) επιθυμία του Κάφκα ήταν να καούν όλα τα χειρόγραφά του που τυχόν θα διασώζονταν μετά τον θάνατό του, κατά προτίμηση χωρίς να διαβαστούν από κανέναν. Όμως ο Μπροντ δεν εκτέλεσε την επιθυμία του φίλου του και το 1925 εξέδωσε την Δίκη.

Φραντς Κάφκα
Μαξ Μπροντ
 
Προσωπική μου άποψη είναι ότι κακώς ο Μπροντ φάνηκε ανυπάκουος στην τελευταία επιθυμία του φίλου του και δημοσίευσε τα έργα του. Δεν μπορούμε να ξέρουμε αν αυτό οφειλόταν σε προσωπική φιλοδοξία ή απόλυτη βεβαιότητα για την μεγάλη αξία και την σίγουρη αποδοχή αυτών των έργων, αλλά σε κάθε περίπτωση το κάθε έργο ενός δημιουργού αποτελεί μιας μορφής έκθεση του εαυτού του και εφόσον κάποιος δεν επιθυμεί να εκτεθεί, πρέπει αυτό να γίνεται σεβαστό – πολύ δε περισσότερο όταν μιλάμε για ανολοκλήρωτα έργα. Σεβασμός, ο οποίος στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλλον, εξαντλήθηκε στην παρακάτω δήλωση του Μπροντ, αναφορικά με την επιμέλεια που χρειάστηκαν τα κείμενα προτού εκδοθούν : «Σεβαστήκαμε την  πρόθεση του συγγραφέα σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του μυθιστορήματος»

***

Θα κλείσω με το αντιπροσωπευτικότερο, κατά τη γνώμη μου, απόσπασμα της Δίκης :
«Όσο λιγότερο προσελκύεις την προσοχή τους, τόσο το καλύτερο! Να συμπεριφέρεσαι σαν να μην υπάρχεις καθόλου, κι ας μην ταιριάζει καθόλου στο χαρακτήρα σου! Αυτός ο μεγάλος δικαστικός οργανισμός βρίσκεται μονίμως σε μια κατάσταση λεπτής ισορροπίας. Όταν κάποιος παίρνει την πρωτοβουλία να κάνει και την παραμικρότερη αλλαγή, το μόνο που καταφέρνει είναι να ταρακουνήσει το έδαφος κάτω από τα δικά του πόδια με κίνδυνο να γκρεμιστεί ο ίδιος, ενώ ο μεγάλος οργανισμός ξεπερνά εύκολα την ενόχληση, δημιουργώντας σ’ένα άλλο σημείο κάποιο αντιστάθμισμα, για να παραμείνει εντελώς αμετάβλητος. Ίσως μάλιστα γίνεται ακόμη πιο απρόσιτος, πιο προσεχτικός, αυστηρός και επίβουλος.»