Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

«Στο βλέμμα της» - Θοδωρής Καλλιφατίδης

Για τον Θοδωρή Καλλιφατίδη γνώριζα ήδη μερικά πράγματα. Χάρη στην μεγάλη δεξαμενή πληροφοριών -το διαδίκτυο- ήξερα ότι έχει γεννηθεί στους Μολάους και λίγο μετά την ενηλικίωσή του μετανάστευσε στη Σουηδία, όπου ζει μέχρι σήμερα. Εκεί ακολούθησε συγγραφική πορεία και μάλιστα κάποια εποχή διετέλεσε διευθυντής ενός λογοτεχνικού περιοδικού.

Επιπλέον, είχα παρακολουθήσει την συνέντευξή του στις ‘Κεραίες της Εποχής μας’ και από όσα είπε, αυτό που μου είχε κάνει εξαιρετική εντύπωση ήταν το ότι γράφει στα σουηδικά και έπειτα ο ίδιος μεταφράζει τα βιβλία του στα ελληνικά.


εκδ. Γαβριηλίδης - σελ. 291


Αν και ήξερα αρκετά, λοιπόν, για την πορεία του Καλλιφατίδη, μέχρι σήμερα δεν είχε τύχει να διαβάσω κάτι δικό του. Η γνωριμία μου με το έργο του έγινε με αυτό το μυθιστόρημα, με το οποίο συνέβη το εξής περίεργο : παρότι κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης δεν με εντυπωσίαζε, εντούτοις, στις τελευταίες σελίδες έπιασα τον εαυτό μου να διακατέχεται από μια απροσδόκητη μελαγχολία· δεν μπορώ να εξηγήσω το γιατί, αλλά οι ήρωες που για τόσες σελίδες δεν μου έλεγαν κάτι το ιδιαίτερο, ήταν οι ίδιοι ήρωες για τους οποίους μελαγχόλησα που τους αποχωρίστηκα, που δεν θα μάθω πώς τα γεγονότα τα οποία διάβασα επηρέασαν την κοσμοθεωρία τους και πώς τελικά συνεχίστηκε η ζωή τους.

Το οπισθόφυλλο είναι εν μέρει παραπλανητικό. Η πρώτη του παράγραφος προϊδεάζει για ένα καταιγιστικό αστυνομικό θρίλερ, με ανθρωποκυνηγητό, πλεκτάνες και προδοσίες· η συνέχεια, όμως, βάζει τα πράγματα στη σωστή τους βάση : […] περιγράφει τις σχέσεις των σύγχρονων ανθρώπων με φόντο μια κοινωνία που συνεχώς αλλάζει και οδηγεί τα μέλη της στη μοναξιά.
Αυτό ακριβώς, λοιπόν, κάνει εδώ ο Καλλιφατίδης. Με χαμηλούς τόνους, χωρίς την αυξομειούμενη ένταση του αστυνομικού, αλλά περισσότερο με την διαρκώς υποβόσκουσα ένταση του νουάρ, εστιάζει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο καθένας μας στον μικρόκοσμό του, βάζει έναν μεγεθυντικό φακό πάνω στα ζόρια που τραβάει ο κάθε άνθρωπος ξεχωριστά (με τη δουλειά, με την οικογένεια, με την υγεία, κτλ) και μελετά το πώς αυτά εξελίσσονται στον χρόνο αλλά και πώς αλληλεπιδρούν με τα αντίστοιχα του περίγυρού μας.
Παράλληλα -σε μικρότερο βαθμό, βέβαια- επιχειρεί να θίξει και τα συλλογικά προβλήματα (καθώς αυτά πάντοτε υπάρχουν, είναι εκεί, ανεξάρτητα από τα ατομικά δράματα) με την μετανάστευση και την πολυπολιτισμικότητα της Σουηδίας να είναι το κοινωνικό ζήτημα που φαίνεται να τον απασχολεί περισσότερο (χαρακτηριστικά, οι περισσότεροι από τους ήρωες του βιβλίου είναι είτε μετανάστες είτε παιδιά μεταναστών, ενώ και το ελληνικό στοιχείο έχει έντονη παρουσία).

Δεν μπορώ να αποφασίσω αν αυτό το δείγμα γραφής μαρτυρά έναν Έλληνα ή έναν Σουηδό συγγραφέα. Προσωπικά, είχα συνεχώς την αίσθηση ότι ο Καλλιφατίδης έγραφε με διπλή ιδιότητα : ως ξένος, συμπατριώτης μας, που μας καταθέτει την δική του οπτική για την καινούρια του πατρίδα· αλλά και από την άλλη πλευρά ως πλήρως αφομοιωμένος πλέον μετανάστης, ένας ντόπιος που ελάχιστα διαφέρει πια από τους γηγενείς, ο οποίος σκιαγραφεί πλευρές της Σουηδίας σε μια προσπάθεια να μας την γνωρίσει καλύτερα.

Στα πρόσφατα είκοσι χρόνια η Σουηδία, από τις πιο πλούσιες χώρες στην Ευρώπη, είχε περάσει στη δεύτερη κατηγορία. Η οικονομική ανάπτυξη σταμάτησε, τα καμάρια της βιομηχανίας η Βόλβο, η Σάαμπ, η Έρικσον πέρασαν σε ξένα χέρια. […] Εντούτοις το βραβείο Νόμπελ αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο κύρος. Ως πότε θα παρέμενε σουηδικό;


 


2 σχόλια:

  1. Γιατί θα πρέπει οι Έλληνες συγγραφείς να πάνε στο εξωτερικό για να διπρέψουν; Έχω και εγώ ακούσει πολύ καλά λόγια, αλλά δεν έχω διαβάσει ακόμη κανένα βιβλίο του, θα πρέπει να το κάνω άμεσα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μάλλον γιατί, όπως λένε, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της...

    Όσο για τον Καλλιφατίδη, νομίζω ότι αξίζει να πάρει κανείς μια γεύση από τη γραφή του. Ελπίζω πως θα σας αρέσει.

    ΑπάντησηΔιαγραφή