Τετάρτη 26 Μαρτίου 2014

«Το τρίτο στεφάνι» - Κώστας Ταχτσής

Ώρες-ώρες σκέπτομαι τη γνωστή ρήση της αείμνηστης Μαλβίνας, ότι δηλαδή δέκα καλά βιβλία είναι αρκετά για μια ζωή. Εντάξει, ο αριθμός αυτός μου φαίνεται μικρός, αλλά, αν σώνει και καλά έπρεπε να συστήσω σε κάποιον μερικά βιβλία που αρκούν για μια ζωή, ε, ένα από αυτά θα ήταν σίγουρα το συγκλονιστικό αυτό μυθιστόρημα του Κώστα Ταχτσή (1927-1988).


εκδ. Το Βήμα - σελ. 392
πρώτη έκδοση : 1962


Αρχές του ’60 στην Αθήνα, μια μεσήλικη γυναίκα θυμάται, εν είδει απολογισμού, τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής της. Μια ζωή που σημαδεύτηκε από ένα παιδί, τρεις γάμους, πολλές απώλειες, και τα δεινά του πολέμου.
Μέσα από τις αναμνήσεις της Νίνας, ο Ταχτσής έχει καταφέρει να χτίσει μια εξαιρετικά παραστατική τοιχογραφία της ελληνικής κοινωνίας του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Οι συγγενικός περίγυρος, άλλοτε τρυφερός κι άλλοτε καταπιεστικός, οι κοινωνικές σχέσεις, ανακατεμένες οι τυπικές κι επιφανειακές με τις ουσιαστικές και βαθιές, οι καημοί της μάνας για τα παιδιά της, τα αγόρια να μάθουν ένα προσοδοφόρο επάγγελμα, τα κορίτσια να καλοπαντρευτούν (στην ανάγκη… απλώς να παντρευτούν), η αγωνία του πολέμου, η απώλεια, το πένθος, το σφίξιμο των δοντιών στις αναποδιές της ζωής, η ομοφυλοφιλία, όλα αυτά σκιαγραφούνται άριστα μέσα σε περίπου τετρακόσιες σελίδες.

Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο είναι η αφήγηση της Νίνας. Είναι τόσο έντονη, τόσο ζωντανή, τόσο αληθινή· από τις πρώτες κιόλας σελίδες σου φυτεύει την ψευδαίσθηση πως κάθεσαι μαζί της, στο ίδιο τραπέζι, αντικριστά, πίνετε το καφεδάκι σας, κουτσομπολεύετε όμορφα κι ωραία περί ανέμων και υδάτων, και σε μια στιγμή -κρακ!- κάτι σπάζει μέσα της, οι πρώτες ρωγμές από τα φορτία που τόσα χρόνια κουβαλάει ακούστηκαν, έξαφνα τότε αποφασίζει να σου ανοιχτεί, να ξεδιπλώσει μπροστά σου το κουβάρι της ζωής της, χωρίς τύψεις και ενοχές, δίχως ωραιοποιήσεις και στρογγυλεύσεις, την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, όπως τη βλέπει κι όπως την ένιωθε –έτσι κι αλλιώς πάντα τα βάσταγε μέσα της, δεν άφηνε ποτέ τα φορτία της να βαρύνουν κανέναν άλλον εκτός από τον ίδιο της τον εαυτό.
Δε μπορώ, όχι, δε μπορώ να την υποφέρω πια!... Τι πληγή είν’ αυτή που μου ’στειλες, θε μου; Τι αμαρτίες έχω κάνει για να με τιμωρείς τόσο σκληρά; Ώς πότε θα την έχω στην καμπούρα μου; Ώς πότε θα ’μαι υποχρεωμένη να την ανέχομαι, να βλέπω τη μούρη της, ν’ ακούω τη φωνή της, ώς πότε; Δε θα βρεθεί επιτέλους κανένας στραβός χριστιανός να την πάρει, ν’ απαλλαγώ απ’ αυτό το έκτρωμα της φύσεως, που μ’ άφησε ο πατέρας της για να μ’ εκδικηθεί – που χαΐρι και προκοπή να μη δουν εκείνοι που δε μ’ άφησαν να κάνω την έκτρωση!...
Και ακριβώς επειδή ήταν μια απόφαση της στιγμής να τα μοιραστεί μαζί σου, η αφήγησή της δεν βαδίζει πάνω σε σταθερές ράγες αλλά παρεκκλίνει συνεχώς, ξεκινάει από την κόρη της και ύστερα το κάθε πρόσωπο, το κάθε γεγονός, της φέρνει στον νου ένα άλλο πρόσωπο ή γεγονός, από το οποίο και πιάνεται για να συνεχίσει, ακολουθώντας το ένα παρακλάδι μετά το άλλο, σεργιανώντας τις δεκαετίες μπρος και πίσω, έτσι άτακτα, χωρίς συγκεκριμένη σειρά.
Κάποια στιγμή, στην αφήγηση μπαίνει η πεθερά (και καλύτερη φίλη) της Νίνας, η κυρα-Εκάβη, στης οποία το μυαλό (πάντα μέσα από την εξιστόρηση της Νίνας) παρεισφρέουμε. Πλέον η Νίνα σε σηκώνει από τη θέση του εξομολογητή και κάθεται εκείνη, παραχωρώντας ταυτόχρονα της θέση του εξομολογούμενου στην κυρα-Εκάβη. Θες η ηλικία της, θες η ωριμότητά της, θες ότι (όπως μαθαίνουμε) πάντοτε είχε την τάση να διατυμπανίζει τα προβλήματά της και να κλαίγεται γι’αυτά, εκείνης ο λόγος δεν είναι άτακτος και χειμαρρώδης, δεν αποτελείται από δαιδαλώδη δρομάκια, αλλά από μια μεγάλη ευθεία, θαρρείς και τόσες φορές που έχει διηγηθεί τους καημούς της, αυτοί έγιναν σενάριο κανονικό, με αρχή, μέση και τέλος.
Και ύστερα, η Νίνα ξανα-παίρνει τη θέση της εξομολογούμενης κι εσύ ξανα-κάθεσαι απέναντί της, συνεχίζοντας να την ακούς συγκαταβατικά με συμπάθεια· τώρα, όμως, εκείνη έχει εγκαταλείψει την προηγούμενη συναισθηματικά φορτισμένη εξιστόρηση, τώρα θαρρείς και της έφυγε το τρακ του ξεκινήματος, κυλάει κι αυτή (όπως κι η πεθερά της) σε μια μεγάλη ευθεία, προχωράει πιο σταθερά, πιο στιβαρά, και λέει, λέει, λέει –χωρίς ποτέ να ζητάει την συμφωνία σου ή την επιβεβαίωσή σου, μόνο να την ακούσεις–, μέχρι να φτάσει στο τέλος, στο παρόν.


Μετά την ανάγνωση, έκανα την καθιερωμένη διαδικτυακή περιήγηση προς αναζήτηση πληροφοριών και απόψεων για τον Ταχτσή και το έργο του. Γρήγορα διαπίστωσα πως μερικές από τις (δραματικές) καταστάσεις που περιγράφονται στο «Τρίτο στεφάνι» τις είχε ζήσει κι ο ίδιος, οπότε και σταμάτησα την περιήγηση· προτιμώ απλώς να κρατήσω στη μνήμη μου το έργο αυτό έτσι καθαρό, σαν μια ατόφια μυθοπλασία, παρά να μπολιάσω τη θύμησή του με κάθε λογής επεξηγήσεις και αυτοβιογραφικές αναφορές.



6 σχόλια:

  1. είναι όντως απολαυστικό βιβλίο. μπορεί να μην είναι στη δική μου ''δεκάδα'' αλλά το θυμάμαι ευχάριστα. οι χαρακτήρες του είναι πέρα για πέρα αληθινοί.

    θ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Οι χαρακτήρες του είναι όντως αληθινοί -και παρά τις δεκαετίες που πέρασαν, ακόμη και σήμερα μοιάζουν 100% πραγματικοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. διαχρονικό βιβλίο, με "γλώσσα" τόσο ζωντανή όσο και οι χαρακτήρες του. δεν είναι καθόλου τυχαίο που αγαπήθηκε και διαβάστηκε τόσο πολύ.
    καλή σου μέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καλημέρα Βίκυ.

    Ε, ναι, αυτό το μεγάλο του ατού : η ζωντανή γλώσσα -μια ατόφια εξομολόγηση, μια κατάθεση ψυχής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αγαπώ το "Τρίτο στεφάνι", κι ας μην μπαίνει στην δεκάδα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Εντάξει, Κατερίνα, με τόσα διαβάσματα που έχεις στο ενεργητικό σου, είναι όντως δύσκολο για ένα βιβλίο να μπει στη δεκάδα σου ! :-D

    Κι εγώ το αγαπώ το Τρίτο Στεφάνι, πάντως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή