Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

«Κοινόχρηστα εγκλήματα» - Εύη Σαλτού

Ο Ηρακλής Καμπούρης δεν έχει παρά μονάχα δύο ενδιαφέροντα στη ζωή του : να παρατηρεί και να μελετάει τα πόδια των ανθρώπων (κουσούρι που του κόλλησε στην παιδική του ηλικία, όταν και ζώντας σε υπόγειο, τα πόδια των περαστικών ήταν η μοναδική του θέα) και να ασχολείται με την διαχείριση της πολυκατοικίας όπου κατοικεί.
Ο θάνατος ενός ιδιόρρυθμου ηλικιωμένου ένοικου της πολυκατοικίας θα είναι η ευκαιρία του Ηρακλή να αποδείξει στους υπόλοιπους ενοίκους (αλλά και στον εαυτό του) ότι είναι κάτι παραπάνω από ένας αποτυχημένος “ποδολόγος” διαχειριστής.

 
εκδ. Μοντέρνοι Καιροί - σελ. 285


Ομολογώ πως η περίληψη και το εξώφυλλο είναι κάπως παραπλανητικά ως προς το τι πρέπει να περιμένει ο κάποιος από τούτο το βιβλίο. Δίνεται η εντύπωση μιας χιουμοριστικής παρωδίας, ενός ξεκαρδιστικού μίγματος γέλιου και ειρωνίας, παραχωμένα ανάμεσα σε κωμικοτραγικές καταστάσεις.
Και είναι αλήθεια πως αρχικά σε τέτοια επίπεδα κινείται η Σαλτού. Με μια στακάτη γραφή και με ένα… επιτηδευμένα επιτηδευμένο ύφος, καταφέρνει να εντυπωσιάζει με την ικανότητά της στον χειρισμό της γλώσσας αλλά και να μας χαρίζει, αν όχι κάποιες στιγμές γέλιου, τότε σίγουρα μερικά μειδιάματα, επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες μας για ένα χιουμοριστικό μυθιστόρημα.

Κι εκεί –λίγο μετά τη μέση– που η ευφυής και στακάτη γραφή έχει αρχίζει να κουράζει (καθώς ο αρχικός εντυπωσιασμός λογικό είναι να μην διαρκεί για πάντα) και που η απουσία στέρεας πλοκής επιβαρύνει την κατάσταση, τότε είναι που η συγγραφέας κάνει μια απότομη στροφή· η γραφή της παραμένει μεν αιχμηρή, αλλά αποποιείται την πρότερη ειρωνεία της και πλέον γίνεται λυρική, ρομαντική, και ακόμα πιο αληθινή, συνθέτοντας ένα σχεδόν ποιητικό πεζογράφημα και δένοντας μαεστρικά τα προηγούμενα με τα επόμενα, αφήνοντάς μας τώρα να καταλάβουμε πού η ίδια το πήγαινε εξαρχής.
Εν τέλει, ο υπότιτλος «μαύρη κωμωδία μαύρων ψυχών» είναι απόλυτα αντιπροσωπευτικός του βιβλίου. Τις «μαύρες ψυχές» θέλει εδώ να αναδείξει εδώ η Σαλτού. Τις ψυχές που είτε επιλέγουν, είτε βολεύονται, είτε αναγκάζονται να ζουν κάτω από ένα πέπλο ψεμάτων και υποκρισίας, από το οποίο δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσπαθήσουν να δραπετεύσουν. Τις ψυχές αυτές προσπαθεί να παρατηρήσει, να ξεμπροστιάσει, να κατανοήσει, να παρακινήσει κι εμάς να τις κατανοήσουμε. Και μέσα από αυτήν την μαύρη φαρσοκωμωδία, νομίζω πως τα καταφέρνει καλά.