Θεωρώ πως αυτό το (έντονα αυτοβιογραφικό) μυθιστόρημα
παρουσιάζει δύο σημαντικές αδυναμίες : έλλειψη οικονομίας λόγου και έλλειψη
πλοκής. Αυτοί, και με αυτήν τη σειρά, είναι οι δύο λόγοι που –παρά το ότι είναι εμφανέστατο πως γράφτηκε με περίσσιο
μεράκι– δεν μου επιτρέπουν να του δώσω θετική ψήφο.
εκδ. Μεταίχμιο (2011) - σελ. 386
Έξι παλιοί εφηβικοί φίλοι, στα πενήντα τώρα
πια, πηγαίνουν σε ένα νησιωτικό χωριό για το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος.
Εκεί, τριάντα χρόνια πριν, η ίδια παρέα είχε περάσει τις πρώτες της διακοπές
και το τωρινό τριήμερο θα επαναφέρει μνήμες και γεγονότα που ο χρόνος και η
απόσταση μεταξύ των μελών της είχαν σκεπάσει.
Μέσα από τις περίπου τετρακόσιες σελίδες περνά
ολόκληρη η ζωή των έξι αυτών ανθρώπων (οι οποίοι και αντιπροσωπεύουν μιαν
ολόκληρη γενιά, τη γενιά των «εφήβων του ’79»). Βλέπουμε, λοιπόν, εδώ να
αποτυπώνονται τα νιάτα τους, τα όνειρά τους, η ενηλικίωσή τους, η ωρίμανσή
τους, το βόλεμά τους, η αποξένωσή τους, η μνήμη τους και η λήθη τους. Παράλληλα
τις σελίδες διατρέχει μπόλικη μουσική ενώ υπάρχουν και αρκετές αναφορές σε βιβλία,
ταινίες και γεγονότα των τελευταίων τριάντα ετών.
Τα «Παιδιά του Κάιν» δίνουν την εντύπωση
πρωτόλειου (ενώ δεν είναι). Λέει τόσα πολλά πράγματα, προσπαθεί να περάσει τόσα
πολλά μηνύματα, περιλαμβάνει τόσες πολλές αχρείαστες λεπτομέρειες και τόσες δαιδαλώδεις
αναδρομές, που μάλλον κάπου χάθηκε το μέτρο.
Πιστεύω πως ο Παναγιωτόπουλος, θέλοντας να πει
όσο περισσότερα μπορούσε, αγωνιώντας να χωρέσει τους πάμπολλους (υπαρκτούς)
χαρακτήρες και μπόλικα βιώματα [βλέπε αυτοβιογραφικότητα], κάπου στην πορεία ξεστράτισε.
Ο κυκεώνας προσώπων και πληροφοριών τον ρούφηξε και τον αποπροσανατόλισε, αποτρέποντάς
τον από το να χτίσει αληθοφανέστερα και βαθύτερα τους χαρακτήρες του (οι οποίοι
φορτώθηκαν με πάρα πολλές λεπτομέρειες, στον βωμό της στηλίτευσης της
μεταπολιτευτικής κοινωνίας) και να δυναμώσει την –αρκετά χαλαρή– πλοκή του.
Ένα
ακόμη πρωτολειακό κουσούρι που παρατήρησα είναι η υπερβολικά εκλεπτυσμένη αφήγηση.
Οι πάρα πολλές μεταφορές καθώς και οι συνεχείς εξεζητημένες λέξεις και εκφράσεις
με κούρασαν αρκετά. Πιθανώς αυτό να ταίριαζε σε μία σχολική έκθεση ιδεών, όμως
–κατά τη γνώμη μου, πάντα– στην λογοτεχνία, η γλώσσα οφείλει να εξυπηρετεί την
εξιστόρηση του μύθου και όχι ο μύθος να λειτουργεί ως μέσο προβολής των
γλωσσικών δεξιοτήτων (βέβαια, και για να είμαι απολύτως δίκαιος, η συγκεκριμένη
επιλογή έκφρασης είχε ως αποτέλεσμα να σηκώσω κάμποσες φορές το μολύβι μου για
να υπογραμμίσω όμορφες παραγράφους).
Αρκετά τα μειονεκτήματα που εντόπισα, αλλά ας γράψω
και τα θετικά. Από αυτό που διάβασα, κρατάω την πολύ ιδιαίτερη συγγραφική
προσέγγιση· μια γραφή που ακροβατεί από το παρόν στο προ τριακονταετίας
παρελθόν και τούμπαλιν (με αυτά τα πέρα-δώθε να γίνονται διαρκώς και
ασταμάτητα, ακόμα και μέσα σε λίγες γραμμές)· που δίνει τη σκυτάλη της
εξιστόρησης άλλοτε σε έναν απροσδιόριστο δημιουργό κι άλλοτε σε συγκεκριμένο
αφηγητή που απευθύνεται σε εμάς τους αναγνώστες· που φυτεύει διάσπαρτα μέσα στο
κείμενο πινελιές αυτοαναφορικότητας.
Αυτά, και σε συνδυασμό με το αρκετά καλό «Γονίδιο της αμφιβολίας» στο οποίο δεν είχα εντοπίσει παρόμοια σημάδια φλυαρίας και συναφών
αδυναμιών, αφήνουν προς το παρόν το αναγνωστικό μου αισθητήριο αναποφάσιστο σχετικά
με το ράφι προτίμησης στο οποίο κατατάσσει τον Νίκο Παναγιωτόπουλο ως
συγγραφέα.
Μου άρεσε η φράση «αναποφάσιστος σχετικά με το ράφι προτίμησης»..
ΑπάντησηΔιαγραφήΘαλή.
Για το βιβλίο δεν έχω γνώμη αλλά χάρηκα την παρουσιάση.
Καλή Χρονιά με πολλά καλά βιβλία!
Σε ευχαριστώ πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντεύχομαι, καλή χρονιά με πολλά και καλά διαβάσματα!