Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Η χαρά του απρόοπτου* (δεύτερο μέρος)

το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι εδώ

 
Το βάζεις στη βιβλιοθήκη. Αλφαβητικά κατά συγγραφέα; Αλφαβητικά κατά τίτλο; Ανάλογα με το είδος; Κατά ημερομηνία έκδοσης ή ημερομηνία αγοράς; Με κάποιον τρόπο τελικά, στρογγυλοκάθεται κι αυτό στη θέση του, παίρνοντας τα λίγα κυβικά εκατοστά που του αναλογούν.

Από καιρό σε καιρό πέφτει το μάτι σου επάνω του, το βλέπεις να στέκει σαν παρείσακτος ανάμεσα στα υπόλοιπα –ανάμεσα στις άλλες, τις προσεκτικές και διόλου αυθόρμητες επιλογές σου. Μα τι δουλειά έχει αυτό εδώ, μαζί μας; φαντάζεσαι ότι θα αναρωτιούνται οργισμένα τα άλλα
 Πού και πού το βγάζεις από τη θέση του, το περιεργάζεσαι, το ξεφυλλίζεις διερευνητικά, σκανάρεις βιαστικά το οπισθόφυλλο –πάντοτε με τον φόβο ανεπιθύμητης αποκάλυψης σημαντικών στοιχείων της πλοκής– προσπαθώντας να επιβεβαιώσεις αυτήν την ασυνήθιστα αυθόρμητή σου αγορά, αναγνωρίζεις φράσεις που είχες διαβάσει τότε, τότε που τυχαία το πρωτοσυνάντησες και οι οποίες σε είχαν ωθήσει να το εγκρίνεις, το μυρίζεις προσδοκώντας μάταια να έχει αλλάξει η οσμή του από τότε που προσέφερες στέγη, να έχει πάρει την οσμή του σπιτιού σου, την οσμή της βιβλιοθήκης σου, την οσμή των γειτονικών του βιβλίων.
Άλλες φορές, πάλι, το βλέμμα σου χαϊδεύει βιαστικά τη ράχη του και σου υπενθυμίζει απλώς την παρουσία του, σου υπενθυμίζει ότι κι αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, χάρη σε σένα –ή εξαιτίας σου; – βρίσκεται εκεί, περιμένοντας καρτερικά να αφήσει για λίγες μέρες τη μόνιμη θέση του, να μετακομίσει λίγο παραπέρα –στο κομοδίνο, την καρέκλα, το γραφείο σου– και να επιτελέσει τον σκοπό δημιουργίας του.

Και έρχεται η μέρα που το βγάζεις από τη θέση του. Η στιγμή που τα δάχτυλά σου το αγγίζουν πιο δυνατά, πιο αποφασιστικά, σημάδι ότι ίσως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ξεβολευτεί για περισσότερο από λίγα λεπτά· για μέρες αν είναι τυχερό.
Κάθεσαι αναπαυτικά στη θέση σου (εδώ ορισμένοι θα δημιουργήσουν στο μυαλό τους, αναλόγως της εποχής, δύο εικόνες : είτε μια εικόνα σπιτικής θαλπωρής που περιλαμβάνει ένα φλογισμένο τζάκι, μια ξύλινη κουνιστή καρέκλα ή μια μεγάλη καφετιά πολυθρόνα που σε βουλιάζει μέσα της, μία γάτα κουλουριασμένη στις γούνινες παντόφλες, μία μεγάλη κούπα αχνιστό καφέ και ένα πορτατίφ-αντίκα, είτε μια καλοκαιρινή αναγνωστική εικόνα που περιλαμβάνει ένα ευρύχωρο μπαλκόνι ξενοδοχείου σε κυκλαδίτικο νησί, μια απέραντη θέα στην καταγάλανη θάλασσα, δύο πετσέτες θαλάσσης και δύο μαγιώ να λιάζονται κρεμασμένα, έναν δροσιστικό καφέ με μπόλικα παγάκια και χαβανέζικες σαγιονάρες) και ανοίγεις το βιβλίο. Όχι, δεν ξεκινάς αμέσως να διαβάζεις. Μελετάς πάλι τη σελίδα με τα στοιχεία της έκδοσης, έπειτα προχωράς στην αφιέρωση του συγγραφέα και αφού έχεις ολοκληρώσει και αυτό το τελετουργικό είσαι έτοιμος να σαλπάρεις.

Απαλλαγμένος από οποιουδήποτε είδους προσδοκίες και προκαταλήψεις, φορτωμένος μόνο από τη δική σου προσωπική περιέργεια να δεις αν το αισθητήριό σου έχει πετύχει ή έχει λαθέψει, τα μάτια σου σαρώνουν τις παραγράφους, τις σελίδες, τα κεφάλαια.
Και όσο τα κεφάλαια προχωρούν, τόσο η αρχική σου περιέργεια δίνει τη θέση της σε μια γλυκιά, συγκρατημένη ευφορία. Μπράβο, πολύ καλό, πώς και δεν είχα ανακαλύψει νωρίτερα; σκέφτεσαι απορώντας. Ταυτόχρονα, όμως, συγκρατείς την ευφορία σου : Αλλά ας μη βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα, ας δούμε τη συνέχεια.
Και ενώ τα δάχτυλά σου συνεχίζουν να γυρνούν τις σελίδες, η ευφορία σου είναι όλο και λιγότερο συγκρατημένη, μετά από κάθε κεφάλαιο απελευθερώνεται όλο και πιο πολύ, μια μεγαλωμένη πια κοπέλα που σπάζει τα δεσμά της –αδικαιολόγητης για αυτήν– γονικής καταπίεσης, σταδιακά οριστικοποιείται ως αναμφισβήτητο θετικό συναίσθημα και οριστικοποιεί την επιτυχία της (αυθόρμητης για τα δεδομένα σου, μην ξεχνάμε) επιλογής σου.

Και μετά το τέλος της –απολαυστικής όπως απεδείχθη– ανάγνωσης απορείς «μα πώς και δεν διάβασα πουθενά για αυτό το αριστούργημα, πώς δεν άκουσα πουθενά διθυράμβους (γιατί δεν θα του άρμοζε οτιδήποτε λιγότερο), πώς δεν είναι το νούμερο ένα όλων των τοπ-10 βιβλίων; Πώς και το βιβλιοπωλείο δεν έχει γεμίσει τη βιτρίνα του με αυτό, παρά το έχει καταχωνιάσει σε μια στενάχωρη γωνιά όπου ελάχιστα μάτια το συναντούν; Πώς και το πουλάνε μόνο χ ευρώ –ενώ θα έπρεπε να κοστίζει τουλάχιστον τα τετραπλάσια;».
Μα είναι παράλογο!
Σου έρχεται να βγεις στην αυλή και να φωνάξεις «Ακούστεεεεε, διάβασα το τάδε βιβλίο! Εσείς που δεν το έχετε διαβάσει, πώς μπορείτε και ζείτε; Ξέρετε τι χάνετε;». Και έπειτα θες να υποδείξεις σε όλους πού μπορούν να το βρούν, από ποια αραχνιασμένη γωνίτσα του βιβλιοπωλείου είχες την τύχη εσύ να το ξετρυπώσεις· εξάλλου είναι αχαριστία να κρατήσεις μόνο για σένα αυτήν την απόλαυση, πρέπει όσο δυνατό περισσότεροι να το διαβάσουν, έχεις υποχρέωση να τους το αποκαλύψεις,  στο κάτω-κάτω το δικαιούνται.

 
* αφορμή για την ιστορία αυτή στάθηκε το μυθιστόρημα «Ο καλός ψυχολόγος»



4 σχόλια:

  1. Ωραία και ενθουσιώδη όσα λέτε.
    Εννοείται ότι ταυτίζομαι, γι' αυτό και ...τσίμπησα.
    Τα έχω νιώσει, τα έχω σκεφτεί, έχω πράξει ανάλογα.

    Όμως, παρήλθον οι χρόνοι που, διαβασμένα κι αδιάβαστα, πήγαιναν παρέα. Στις 5 (τίγκα) βιβλιοθήκες πάνε πλέον μόνο τα διαβασμένα. Τα αδιάβαστα περιφέρονται παντού στο σπίτι, μέχρι να 'ρθει η ώρα τους (το πλήρωμα του χρόνου). Και δεν είναι ποτέ λιγότερα από 50. Τι να πω και για εκείνα τα καμιά 20αριά, που βγαίνουν στην επιφάνεια κάθε φορά και θέλω να τα ξανα-διαβάσω... (Προτείνω ανάρτηση και γι' αυτά.)

    Όσο για τα μπλογκ, κάποτε έχουν ενδιαφέρον οι προτάσεις τους. Τουλάχιστον, αξίζει τον κόπο η συζήτηση και η ανταλλαγή απόψεων. Άλλοτε πάλι είναι λίγο αποπροσανατολιστικά, με την έννοια του ότι σε βγάζουν εκτός προγραμματισμού με τις Σειρήνες τους. Και η λίστα μεγαλώνει, ενώ ο χρόνος λιγοστεύει....

    κ.κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητή κ.κ., oμολογώ πως σας θαυμάζω για τις 5 βιβλιοθήκες με διαβασμένα. Αμφιβάλλω αν εγώ έχω έστω και μία αντίστοιχη…! Πάντως, σας εύχομαι να τις κάνετε 10 και 20 και … και… όσο έχετε διάθεση.
    Όσο για αυτά που θέλουμε να ξαναδιαβάσουμε, είναι κάτι που με έχει απασχολήσει κι εμένα, αλλά ο περιορισμένος αναγνωστικός χρόνος καθώς και η πιθανότητα να μην απολαύσω την τωρινή ανάγνωση τόσο όσο την προηγούμενη, με αποτρέπουν προς το παρόν από το τόλμημα αυτό (πάντως, η ιδέα για την σχετική ανάρτηση που προτείνετε μπαίνει στα υπόψιν)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Το αδιαχώρητο με τα βιβλία στο σπίτι μας έχει γίνει σχεδόν φυσική κατάσταση. Για να πάρετε μια ιδέα, προκειμένου να φάμε, παραμερίζουμε μερικά, στο τραπέζι του σαλονιού ήδη μετράω 5-6, στο γραφείο καμιά δεκαριά , στο κομοδίνο άλλα τόσα. Και πάει λέγοντας...
    Έχετε διαβάσει "Το χάρτινο σπίτι"; Κάπως έτσι, μόνο που δεν χτίζουμε τοίχους...

    Μάλλον δεν είμαι ...αξιοθαύμαστη, "βαρεμένη" ίσως. Ωστόσο, έχω αρκετά βιβλία, που δύσκολα θα έβρισκες σήμερα. Άλλα τα αγόρασα εντελώς τυχαία, με το ένστικτο και άλλα εν γνώσει μου ότι αποκτώ μικρά (και μεγάλα) διαμαντάκια. Έχω διαβάσει όμως και βιβλιομάπες που δεν φαντάζεστε. Τελικά έχω γίνει πολύ απαιτητική αναγνώστρια.

    Κι εγώ σας εύχομαι πολλές καλές αναγνωστικές απολαύσεις. Έτσι κι αλλιώς, είστε σε πολύ καλό δρόμο, αν κρίνω από τα διαβάσματά σας.

    κ.κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. κ.κ., με κάθε σας σχόλιο επιβεβαιώνετε την ‘αναγνωστική σας δεινότητα’ και το πλούσιο αναγνωστικό σας παρελθόν και αυτό κάθε άλλο παρά «βαρεμένο» είναι.
    Και η παρουσία σας στα ιστολόγια είναι αξιολογότατη. Αλήθεια, δεν έχετε σκεφθεί να φτιάξετε το δικό σας ιστολόγιο; Για σκεφτείτε το.

    (το Χάρτινο Σπίτι δεν το έχω διαβάσει. Ακόμα)

    ΑπάντησηΔιαγραφή