Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Η χαρά του απρόοπτου (πρώτο μέρος)

    Ενημερώνεσαι τακτικά για τις καινούριες εκδόσεις (χωρίς όμως να παραμελείς και τις παλαιότερες), παρακολουθείς τα άρθρα των βιβλιο-κριτικών, παίρνεις καθημερινά ιδέες από τα ιστολόγια, ρωτάς τους φίλους σου αν διάβασαν τίποτα καλό τελευταία, κρυφοκοιτάζεις τις βιβλιο-προτάσεις των πολιτιστικών ιστοσελίδων. Γεμίζεις το καλάθι του νου σου με μπόλικα βιβλία, διαφόρων ειδών, ποικίλων εκδόσεων, όλων των τιμών, Ελλήνων και ξένων, πρωτοεμφανιζόμενων και καταξιωμένων συγγραφέων, δερματόδετες εκδόσεις και ξεπουπουλιασμένα paperback.

Κάθε ένα σε ενδιαφέρει και για διαφορετικό λόγο. Το ένα γιατί είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας και δεν κάνει να την αφήσεις ανολοκλήρωτη· το άλλο γιατί παλιότερα είχες διαβάσει κάτι του ίδιου συγγραφέα και σου έχει αφήσει ευχάριστη θύμηση· το τάδε γιατί είναι σε εξαιρετικά μεγάλη έκπτωση στο βιβλιοπωλείο· το δείνα γιατί σου το πρότεινε μια φίλη και ό,τι σου έχει εκείνη προτείνει πάντα σου άρεσε· το επόμενο γιατί πουλάει σαν τρελλό και δεν θες να είσαι ο μόνος που δεν το έχει διαβάσει ενώ όλοι μιλούν για αυτό.

 Από όλα αυτά τα βιβλία, μοιραία κάποια στιγμή έρχεται το ξεδιάλεγμα. Δεν έχεις ούτε απεριόριστο μπάτζετ, ούτε ατέλειωτες βιβλιοθήκες και, κυρίως, δεν έχεις απεριόριστο αναγνωστικό χρόνο. Αρχίζεις, λοιπόν, να απορρίπτεις (προσωρινά) κάποια. Το ένα είναι ιστορικό και ήδη έχεις δύο ράφια με ιστορικά, το άλλο παραείναι ακριβούτσικο, το παράλλο είναι ενός συγγραφέα που έχεις διαβάσει πολλά βιβλία του τον τελευταίο χρόνο, το παραπέρα είναι τούβλο και δεν μπορείς να το κουβαλάς στα ΜΜΜ.

Έτσι, έχεις συνθέσει μια νοερή λίστα με τα "υπόψιν βιβλία", την οποία ενημερώνεις συχνά, προσθέτεις και αφαιρείς διαρκώς –κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, βέβαια, περισσότερο προσθέτεις παρά αφαιρείς–, και με τον καιρό η λίστα σου έχει ξεχειλώσει τόσο ώστε είναι αδύνατον να παραμείνει μονάχα νοερή. Φτιάχνεις τότε ένα αρχείο, μια χούφτα αόρατα κιλομπάιτ σε μια γωνιά του υπολογιστή που περιέχουν όλο το εγγύς αναγνωστικό σου μέλλον. Χιλιάδες σελίδες, δεκάδες κιλά χαρτιού που θα σε συντροφέψουν για τους επόμενους μήνες· όλα εικονικά, ψηφιακά στριμωγμένα πίσω από ένα τόσο δα εικονιδιάκι.
Η λίστα σου είναι ο αποκλειστικός βιβλιο-καταναλωτικός σου μπούσουλας. Σπάνια (αν όχι ποτέ) αγοράζεις ένα βιβλίο που δεν είναι, ή έστω που δεν έχει ποτέ συμπεριληφθεί στη λίστα –νοερή και ψηφιακή. Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους των βιβλιοπωλείων προσπαθώντας να εντοπίσεις ένα γνώριμό σου εξώφυλλο, έναν χρωματικό συνδυασμό που θα σου φέρει στον νου μία καταχώριση της λίστας σου, έναν τίτλο ή ένα όνομα συγγραφέα που θα σου χτυπήσει καμπανάκι, που θα σου πει «έι ψιτ εσύ, με ήθελες τόσον καιρό, ε λοιπόν να εδώ είμαι, πιάσε με». 
      Και κάπως έτσι έχεις συνηθίσει να αγοράζεις βιβλία και μετά από κάθε αγορά σβήνεις και μια καταχώριση –διεκπεραιωμένη πια–, αλλά ταυτόχρονα προσθέτεις άλλες τρεις, και τα κιλομπάιτ όλο και πληθαίνουν.

Ώσπου μια μέρα, καθώς σουλατσάρεις με αργόσυρτα βήματα εντός του βιβλιοπωλείου, το μάτι σου πέφτει τυχαία σε ένα βιβλίο, ένα εντελώς άγνωστο σε σένα βιβλίο, που καμία κριτική για αυτό δεν έπεσε στην αντίληψή σου, κανένας φίλος δεν θεώρησε αναγκαίο να σου προτείνει, σε κανένα ένθετο δεν έτυχε δεις έστω ένα μονόστηλο, καμία τεράστια αφίσα του δεν χάζεψες στους σταθμούς του μετρό. Αντίθετα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή το πρωτο-είδες τυχαία, ανάμεσα σε τόσα άλλα και κάτι επάνω του τράβηξε το βλέμμα σου· θες το γουστόζικο εξώφυλλο, θες ο γαργαλιστικός τίτλος, θες το αστείο όνομα του συγγραφέα· το αποτέλεσμα είναι να το πλησιάσεις, να το πιάσεις με απαλές κινήσεις στα χέρια σου, να το εξετάσεις από κάθε μεριά, να το ξεφυλλίσεις γρήγορα και μετά μια δεύτερη φορά πιο αργά, να το μυρίσεις και να τρίψεις συνωμοτικά τις σελίδες για να διαπιστώσεις την ποιότητα του χαρτιού. Μετά από αυτό το τελετουργικό, διαβάζεις κάπως βιαστικά και διαγώνια το οπισθόφυλλο, παίρνεις μια πρώτη ιδέα, κοιτάς την τιμή και έπειτα γυρίζεις στις πρώτες σελίδες για να δεις τα στοιχεία της έκδοσης (τίτλο και έτος έκδοσης του πρωτοτύπου, έτος πρώτης έκδοσης, γλώσσα πρωτοτύπου και μεταφραστή).
Η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του.
Επανέρχεσαι στο οπισθόφυλλο, το διαβάζεις με περισσότερη προσοχή αυτήν τη φορά, λιγότερο διαγώνια αλλά πάντα με τον αιώνιο φόβο ότι μπορεί να διαβάσεις κάποιο σημαντικό στοιχείο της πλοκής που κακώς φύτεψε εκεί ο εκδότης.
Το αποφασίζεις, θα το πάρεις.
Μια απόφαση της στιγμής, που σε βγάζει από την καλά υπολογισμένη στρατηγική βιβλιο-αγορών. Ένα νεοσύλλεκτο, ένα νεοφερμένο βιβλίο ξεπέρασε στην επετηρίδα αυτά που καιρό τώρα στοίχειωναν το βιβλιοφιλικό κομμάτι του εγκεφάλου σου, αυτά που είχαν θρονιαστεί με περισσή χάρη στο ρετιρέ της (ψηφιακής και νοερής) λίστας σου και καρτερικά περίμεναν να έρθει και η δική τους σειρά να γίνουν κτήμα σου.
    
(συνεχίζεται εδώ)



2 σχόλια:

  1. Πολύ πήγαιο όσο και κλιμακωτά δουλεμένο κείμενο.
    Μου άρεσε η μεθοδικότητα που ανατινάσσεται ξαφνικά από έναν αιφνίδιο έρωτα.
    Καλημέρα
    Πατριάρχης Φώτιος

    ΑπάντησηΔιαγραφή