Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2013

«Έγκλημα στο Εξπρές Οριάν» - Agatha Christie



 εκδ. Το Βήμα (2009) - σελ.236
μτφ. Λουκάς Λοράνδος


Ο περίφημος μυστακοφόρος ντεντέκτιβ, Ηρακλής Πουαρό, επιστρέφοντας στο Λονδίνο μετά από μια επιτυχημένη υπόθεση στη Συρία, ταξιδεύει με το τρένο Κωνσταντινούπολη-Παρίσι. Το τρίτο βράδυ του ταξιδιού, και ενώ κάπου στα ενδότερα της Γιουγκοσλαβίας το τρένο έχει ακινητοποιηθεί από το βαρύ χιόνι, ένας αμερικάνος επιβάτης δολοφονείται με πολλές μαχαιριές και μια καινούρια υπόθεση για τον Πουαρό έχει μόλις ξεκινήσει.

Κλασικό αστυνομικό των αρχών του περασμένου αιώνα (εκδόθηκε το 1934). Φόνος, έρευνες, μάρτυρες, καταθέσεις, αλήθειες μπλεγμένες με ψέματα, άλλοθι, στοιχεία, άγνωστα κίνητρα και ένα αποκλεισμένο τοπίο, συνθέτουν το παζλ της υπόθεσης. Η διαφορά του, όμως, σε σχέση με τα περισσότερα βρετανικά αστυνομικά μυθιστορήματα εκείνης της εποχής είναι το ότι δεν είναι καθόλου ‘βρετανικό’, αντιθέτως χαρακτηρίζεται από μια πολυεθνικότητα. Η ιστορία διαδραματίζεται εξολοκλήρου εκτός του νησιού και οι περισσότεροι πρωταγωνιστές δεν είναι συμπατριώτες της Άγκαθα Κρίστι, αλλά κατάγονται από διάφορες χώρες, π.χ. Αμερική, Σουηδία, Γερμανία, Ελλάδα, Ελβετία, Ουγγαρία, Ιταλία, Γαλλία, Βέλγιο και μόνο δυο-τρεις Άγγλοι.

Ο Πουαρό κερδίζει τις εντυπώσεις (μου). Πράος, χωρίς ίχνος έπαρσης και αλαζονείας (μοιραία η σύγκριση με τον Χολμς), πολύ μεθοδικός στις έρευνές του –κρατά λεπτομερείς σημειώσεις των καταθέσεων και των στοιχείων–, βήμα-βήμα προχωρά στους συλλογισμούς του χωρίς ποτέ να παρασύρεται από τα φαινόμενα και να βγάζει βιαστικά συμπεράσματα, δεν σπεύδει ποτέ να επιβεβαιώσει ή να απορρίψει αλόγιστα τις όποιες πιθανότητες, ενώ συχνά-πυκνά αναγκάζεται να συγκρατεί τους συνεργάτες του οι οποίοι διαρκώς προτρέχουν και καταλήγουν σε λανθασμένα αποτελέσματα.



Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

«Φήμη» - Daniel Kehlmann

Μυθιστόρημα σε εννέα ιστορίες” υπόσχεται το εξώφυλλο, αλλά περισσότερο “εννιά ελαφρώς αλληλοσχετιζόμενες ιστορίες” θα ήταν ο δικός μου χαρακτηρισμός.

εκδ. Καστανιώτη (2009) - σελ. 162
μτφ. Κώστας Κοσμάς


Ένας άνδρας που μοιράζεται τον αριθμό του καινούριου του κινητού με κάποιον Ραλφ, ένας συγγραφέας προσκεκλημένος σε μια εκδήλωση στη λατινική Αμερική, μια ηλικιωμένη που ούσα βαριά άρρωστη θα επιλέξει την ευθανασία, ένας γνωστός ηθοποιός που αποτυγχάνει ως σωσίας του εαυτού του, μία συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων που εγκλωβίζεται αβοήθητη σε μια άγνωστη ασιατική χώρα, ένας βραζιλιάνος μπεστ-σελερίστας με αυτοκτονικές τάσεις, ένας βαριεστημένος υπάλληλος που το μόνο νόημα της ζωής του είναι να γράφει σε φόρουμ και μπλογκ, ένας παντρεμένος τμηματάρχης που ζει μια παράλληλη ζωή με την ερωμένη του και ένας συγγραφέας σε μια αποστολή σε εμπόλεμη ζώνη, είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στα εννιά διηγήματα της συλλογής του Κέλμαν.
Το πρώτο διήγημα με ενθουσίασε, αλλά η συνέχεια δεν ήταν αντίστοιχη. Από τα υπόλοιπα, δυο-τρία τα βρήκα αρκετά ενδιαφέροντα, μερικά αδιάφορα, ενώ ένα δεν άντεξα καν να το ολοκληρώσω.

Ο υπότιτλος στο εξώφυλλο προϊδεάζει για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, μια σκυταλοδρομία γεγονότων και αφηγήσεων, που η καθεμιά επηρεάζεται και εξαρτάται άμεσα από την προηγούμενή της, αλλά τελικά δεν είναι ακριβώς έτσι. Τα διηγήματα στέκουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, με μερικά κοινά πρόσωπα να εμφανίζονται διάσπαρτα εδώ κι εκεί. Το καθένα δεν επηρεάζει τις υπόλοιπες ιστορίες, αλλά απλώς προσθέτει μερικές πινελιές που εξηγούν καλύτερα μερικά πράγματα που έχουμε προηγουμένως διαβάσει. Μέσα σε κάθε διήγημα ξεπετάγεται και ένα γνώριμο όνομα που, κλείνοντάς σου το μάτι, κάνει μια χαλαρή συσχέτιση με κάποια εκ των υπολοίπων.
Να πω την αλήθεια, βέβαια, αυτό το μοτίβο το προτιμώ σαφώς από ένα γραμμικό, μονότονο, προβλέψιμο “ο κομπάρσος του ενός διηγήματος είναι πρωταγωνιστής στο επόμενο”, αλλά το θέμα είναι πως μοιραία στο τέλος υπάρχει μια απογοήτευση, καθώς η μεγάλη σύνδεση που περιμένεις να εξηγήσει και με κάποιον μαγικό τρόπο να δέσει όλα τα προηγούμενα (βλ. τις προσδοκίες από τον υπότιτλο), δεν έρχεται ποτέ.

Σε γενικές γραμμές, δεν θα έλεγα ότι με ενθουσίασε η συγκεκριμένη συλλογή αλλά ούτε και μετάνιωσα που τη διάβασα. Διέκρινα μια πρωτοτυπία στη γραφή, μια φρέσκια ματιά και έναν ενδιαφέροντα αφηγηματικό τρόπο, ενώ και η συνεχής παλινδρόμηση των ηρώων ανάμεσα στην πραγματικότητα και σε άλλα παράλληλα σύμπαντα δίνει μια διαφορετική νότα. Τέλος, το βιβλιοφιλικό στοιχείο είναι έντονα παρόν, με τα περισσότερα διηγήματα να αναφέρονται –με τον έναν ή τον άλλον τρόπο– σε συγγραφείς.


Μπορεί κανείς να διαβάσει το πρώτο διήγημα, στην ιστοσελίδα των εκδόσεων.



Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Η χαρά του απρόοπτου* (δεύτερο μέρος)

το πρώτο μέρος της ιστορίας είναι εδώ

 
Το βάζεις στη βιβλιοθήκη. Αλφαβητικά κατά συγγραφέα; Αλφαβητικά κατά τίτλο; Ανάλογα με το είδος; Κατά ημερομηνία έκδοσης ή ημερομηνία αγοράς; Με κάποιον τρόπο τελικά, στρογγυλοκάθεται κι αυτό στη θέση του, παίρνοντας τα λίγα κυβικά εκατοστά που του αναλογούν.

Από καιρό σε καιρό πέφτει το μάτι σου επάνω του, το βλέπεις να στέκει σαν παρείσακτος ανάμεσα στα υπόλοιπα –ανάμεσα στις άλλες, τις προσεκτικές και διόλου αυθόρμητες επιλογές σου. Μα τι δουλειά έχει αυτό εδώ, μαζί μας; φαντάζεσαι ότι θα αναρωτιούνται οργισμένα τα άλλα
 Πού και πού το βγάζεις από τη θέση του, το περιεργάζεσαι, το ξεφυλλίζεις διερευνητικά, σκανάρεις βιαστικά το οπισθόφυλλο –πάντοτε με τον φόβο ανεπιθύμητης αποκάλυψης σημαντικών στοιχείων της πλοκής– προσπαθώντας να επιβεβαιώσεις αυτήν την ασυνήθιστα αυθόρμητή σου αγορά, αναγνωρίζεις φράσεις που είχες διαβάσει τότε, τότε που τυχαία το πρωτοσυνάντησες και οι οποίες σε είχαν ωθήσει να το εγκρίνεις, το μυρίζεις προσδοκώντας μάταια να έχει αλλάξει η οσμή του από τότε που προσέφερες στέγη, να έχει πάρει την οσμή του σπιτιού σου, την οσμή της βιβλιοθήκης σου, την οσμή των γειτονικών του βιβλίων.
Άλλες φορές, πάλι, το βλέμμα σου χαϊδεύει βιαστικά τη ράχη του και σου υπενθυμίζει απλώς την παρουσία του, σου υπενθυμίζει ότι κι αυτό, όπως και όλα τα υπόλοιπα, χάρη σε σένα –ή εξαιτίας σου; – βρίσκεται εκεί, περιμένοντας καρτερικά να αφήσει για λίγες μέρες τη μόνιμη θέση του, να μετακομίσει λίγο παραπέρα –στο κομοδίνο, την καρέκλα, το γραφείο σου– και να επιτελέσει τον σκοπό δημιουργίας του.

Και έρχεται η μέρα που το βγάζεις από τη θέση του. Η στιγμή που τα δάχτυλά σου το αγγίζουν πιο δυνατά, πιο αποφασιστικά, σημάδι ότι ίσως ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να ξεβολευτεί για περισσότερο από λίγα λεπτά· για μέρες αν είναι τυχερό.
Κάθεσαι αναπαυτικά στη θέση σου (εδώ ορισμένοι θα δημιουργήσουν στο μυαλό τους, αναλόγως της εποχής, δύο εικόνες : είτε μια εικόνα σπιτικής θαλπωρής που περιλαμβάνει ένα φλογισμένο τζάκι, μια ξύλινη κουνιστή καρέκλα ή μια μεγάλη καφετιά πολυθρόνα που σε βουλιάζει μέσα της, μία γάτα κουλουριασμένη στις γούνινες παντόφλες, μία μεγάλη κούπα αχνιστό καφέ και ένα πορτατίφ-αντίκα, είτε μια καλοκαιρινή αναγνωστική εικόνα που περιλαμβάνει ένα ευρύχωρο μπαλκόνι ξενοδοχείου σε κυκλαδίτικο νησί, μια απέραντη θέα στην καταγάλανη θάλασσα, δύο πετσέτες θαλάσσης και δύο μαγιώ να λιάζονται κρεμασμένα, έναν δροσιστικό καφέ με μπόλικα παγάκια και χαβανέζικες σαγιονάρες) και ανοίγεις το βιβλίο. Όχι, δεν ξεκινάς αμέσως να διαβάζεις. Μελετάς πάλι τη σελίδα με τα στοιχεία της έκδοσης, έπειτα προχωράς στην αφιέρωση του συγγραφέα και αφού έχεις ολοκληρώσει και αυτό το τελετουργικό είσαι έτοιμος να σαλπάρεις.

Απαλλαγμένος από οποιουδήποτε είδους προσδοκίες και προκαταλήψεις, φορτωμένος μόνο από τη δική σου προσωπική περιέργεια να δεις αν το αισθητήριό σου έχει πετύχει ή έχει λαθέψει, τα μάτια σου σαρώνουν τις παραγράφους, τις σελίδες, τα κεφάλαια.
Και όσο τα κεφάλαια προχωρούν, τόσο η αρχική σου περιέργεια δίνει τη θέση της σε μια γλυκιά, συγκρατημένη ευφορία. Μπράβο, πολύ καλό, πώς και δεν είχα ανακαλύψει νωρίτερα; σκέφτεσαι απορώντας. Ταυτόχρονα, όμως, συγκρατείς την ευφορία σου : Αλλά ας μη βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα, ας δούμε τη συνέχεια.
Και ενώ τα δάχτυλά σου συνεχίζουν να γυρνούν τις σελίδες, η ευφορία σου είναι όλο και λιγότερο συγκρατημένη, μετά από κάθε κεφάλαιο απελευθερώνεται όλο και πιο πολύ, μια μεγαλωμένη πια κοπέλα που σπάζει τα δεσμά της –αδικαιολόγητης για αυτήν– γονικής καταπίεσης, σταδιακά οριστικοποιείται ως αναμφισβήτητο θετικό συναίσθημα και οριστικοποιεί την επιτυχία της (αυθόρμητης για τα δεδομένα σου, μην ξεχνάμε) επιλογής σου.

Και μετά το τέλος της –απολαυστικής όπως απεδείχθη– ανάγνωσης απορείς «μα πώς και δεν διάβασα πουθενά για αυτό το αριστούργημα, πώς δεν άκουσα πουθενά διθυράμβους (γιατί δεν θα του άρμοζε οτιδήποτε λιγότερο), πώς δεν είναι το νούμερο ένα όλων των τοπ-10 βιβλίων; Πώς και το βιβλιοπωλείο δεν έχει γεμίσει τη βιτρίνα του με αυτό, παρά το έχει καταχωνιάσει σε μια στενάχωρη γωνιά όπου ελάχιστα μάτια το συναντούν; Πώς και το πουλάνε μόνο χ ευρώ –ενώ θα έπρεπε να κοστίζει τουλάχιστον τα τετραπλάσια;».
Μα είναι παράλογο!
Σου έρχεται να βγεις στην αυλή και να φωνάξεις «Ακούστεεεεε, διάβασα το τάδε βιβλίο! Εσείς που δεν το έχετε διαβάσει, πώς μπορείτε και ζείτε; Ξέρετε τι χάνετε;». Και έπειτα θες να υποδείξεις σε όλους πού μπορούν να το βρούν, από ποια αραχνιασμένη γωνίτσα του βιβλιοπωλείου είχες την τύχη εσύ να το ξετρυπώσεις· εξάλλου είναι αχαριστία να κρατήσεις μόνο για σένα αυτήν την απόλαυση, πρέπει όσο δυνατό περισσότεροι να το διαβάσουν, έχεις υποχρέωση να τους το αποκαλύψεις,  στο κάτω-κάτω το δικαιούνται.

 
* αφορμή για την ιστορία αυτή στάθηκε το μυθιστόρημα «Ο καλός ψυχολόγος»



Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Η χαρά του απρόοπτου (πρώτο μέρος)

    Ενημερώνεσαι τακτικά για τις καινούριες εκδόσεις (χωρίς όμως να παραμελείς και τις παλαιότερες), παρακολουθείς τα άρθρα των βιβλιο-κριτικών, παίρνεις καθημερινά ιδέες από τα ιστολόγια, ρωτάς τους φίλους σου αν διάβασαν τίποτα καλό τελευταία, κρυφοκοιτάζεις τις βιβλιο-προτάσεις των πολιτιστικών ιστοσελίδων. Γεμίζεις το καλάθι του νου σου με μπόλικα βιβλία, διαφόρων ειδών, ποικίλων εκδόσεων, όλων των τιμών, Ελλήνων και ξένων, πρωτοεμφανιζόμενων και καταξιωμένων συγγραφέων, δερματόδετες εκδόσεις και ξεπουπουλιασμένα paperback.

Κάθε ένα σε ενδιαφέρει και για διαφορετικό λόγο. Το ένα γιατί είναι το τρίτο μέρος μιας τριλογίας και δεν κάνει να την αφήσεις ανολοκλήρωτη· το άλλο γιατί παλιότερα είχες διαβάσει κάτι του ίδιου συγγραφέα και σου έχει αφήσει ευχάριστη θύμηση· το τάδε γιατί είναι σε εξαιρετικά μεγάλη έκπτωση στο βιβλιοπωλείο· το δείνα γιατί σου το πρότεινε μια φίλη και ό,τι σου έχει εκείνη προτείνει πάντα σου άρεσε· το επόμενο γιατί πουλάει σαν τρελλό και δεν θες να είσαι ο μόνος που δεν το έχει διαβάσει ενώ όλοι μιλούν για αυτό.

 Από όλα αυτά τα βιβλία, μοιραία κάποια στιγμή έρχεται το ξεδιάλεγμα. Δεν έχεις ούτε απεριόριστο μπάτζετ, ούτε ατέλειωτες βιβλιοθήκες και, κυρίως, δεν έχεις απεριόριστο αναγνωστικό χρόνο. Αρχίζεις, λοιπόν, να απορρίπτεις (προσωρινά) κάποια. Το ένα είναι ιστορικό και ήδη έχεις δύο ράφια με ιστορικά, το άλλο παραείναι ακριβούτσικο, το παράλλο είναι ενός συγγραφέα που έχεις διαβάσει πολλά βιβλία του τον τελευταίο χρόνο, το παραπέρα είναι τούβλο και δεν μπορείς να το κουβαλάς στα ΜΜΜ.

Έτσι, έχεις συνθέσει μια νοερή λίστα με τα "υπόψιν βιβλία", την οποία ενημερώνεις συχνά, προσθέτεις και αφαιρείς διαρκώς –κατά έναν ανεξήγητο τρόπο, βέβαια, περισσότερο προσθέτεις παρά αφαιρείς–, και με τον καιρό η λίστα σου έχει ξεχειλώσει τόσο ώστε είναι αδύνατον να παραμείνει μονάχα νοερή. Φτιάχνεις τότε ένα αρχείο, μια χούφτα αόρατα κιλομπάιτ σε μια γωνιά του υπολογιστή που περιέχουν όλο το εγγύς αναγνωστικό σου μέλλον. Χιλιάδες σελίδες, δεκάδες κιλά χαρτιού που θα σε συντροφέψουν για τους επόμενους μήνες· όλα εικονικά, ψηφιακά στριμωγμένα πίσω από ένα τόσο δα εικονιδιάκι.
Η λίστα σου είναι ο αποκλειστικός βιβλιο-καταναλωτικός σου μπούσουλας. Σπάνια (αν όχι ποτέ) αγοράζεις ένα βιβλίο που δεν είναι, ή έστω που δεν έχει ποτέ συμπεριληφθεί στη λίστα –νοερή και ψηφιακή. Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους των βιβλιοπωλείων προσπαθώντας να εντοπίσεις ένα γνώριμό σου εξώφυλλο, έναν χρωματικό συνδυασμό που θα σου φέρει στον νου μία καταχώριση της λίστας σου, έναν τίτλο ή ένα όνομα συγγραφέα που θα σου χτυπήσει καμπανάκι, που θα σου πει «έι ψιτ εσύ, με ήθελες τόσον καιρό, ε λοιπόν να εδώ είμαι, πιάσε με». 
      Και κάπως έτσι έχεις συνηθίσει να αγοράζεις βιβλία και μετά από κάθε αγορά σβήνεις και μια καταχώριση –διεκπεραιωμένη πια–, αλλά ταυτόχρονα προσθέτεις άλλες τρεις, και τα κιλομπάιτ όλο και πληθαίνουν.

Ώσπου μια μέρα, καθώς σουλατσάρεις με αργόσυρτα βήματα εντός του βιβλιοπωλείου, το μάτι σου πέφτει τυχαία σε ένα βιβλίο, ένα εντελώς άγνωστο σε σένα βιβλίο, που καμία κριτική για αυτό δεν έπεσε στην αντίληψή σου, κανένας φίλος δεν θεώρησε αναγκαίο να σου προτείνει, σε κανένα ένθετο δεν έτυχε δεις έστω ένα μονόστηλο, καμία τεράστια αφίσα του δεν χάζεψες στους σταθμούς του μετρό. Αντίθετα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή το πρωτο-είδες τυχαία, ανάμεσα σε τόσα άλλα και κάτι επάνω του τράβηξε το βλέμμα σου· θες το γουστόζικο εξώφυλλο, θες ο γαργαλιστικός τίτλος, θες το αστείο όνομα του συγγραφέα· το αποτέλεσμα είναι να το πλησιάσεις, να το πιάσεις με απαλές κινήσεις στα χέρια σου, να το εξετάσεις από κάθε μεριά, να το ξεφυλλίσεις γρήγορα και μετά μια δεύτερη φορά πιο αργά, να το μυρίσεις και να τρίψεις συνωμοτικά τις σελίδες για να διαπιστώσεις την ποιότητα του χαρτιού. Μετά από αυτό το τελετουργικό, διαβάζεις κάπως βιαστικά και διαγώνια το οπισθόφυλλο, παίρνεις μια πρώτη ιδέα, κοιτάς την τιμή και έπειτα γυρίζεις στις πρώτες σελίδες για να δεις τα στοιχεία της έκδοσης (τίτλο και έτος έκδοσης του πρωτοτύπου, έτος πρώτης έκδοσης, γλώσσα πρωτοτύπου και μεταφραστή).
Η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του.
Επανέρχεσαι στο οπισθόφυλλο, το διαβάζεις με περισσότερη προσοχή αυτήν τη φορά, λιγότερο διαγώνια αλλά πάντα με τον αιώνιο φόβο ότι μπορεί να διαβάσεις κάποιο σημαντικό στοιχείο της πλοκής που κακώς φύτεψε εκεί ο εκδότης.
Το αποφασίζεις, θα το πάρεις.
Μια απόφαση της στιγμής, που σε βγάζει από την καλά υπολογισμένη στρατηγική βιβλιο-αγορών. Ένα νεοσύλλεκτο, ένα νεοφερμένο βιβλίο ξεπέρασε στην επετηρίδα αυτά που καιρό τώρα στοίχειωναν το βιβλιοφιλικό κομμάτι του εγκεφάλου σου, αυτά που είχαν θρονιαστεί με περισσή χάρη στο ρετιρέ της (ψηφιακής και νοερής) λίστας σου και καρτερικά περίμεναν να έρθει και η δική τους σειρά να γίνουν κτήμα σου.
    
(συνεχίζεται εδώ)



Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

«Μαύρη Φιλολογία» - Pablo de Santis




εκδ. opera (2003) - σελ. 165
μτφ. Κρίτων Ηλιόπουλος


Τρεις καθηγητές ερίζουν για την αποκλειστικότητα της μελέτης και εξειδίκευσης πάνω στο έργο του Όμηρου Μπρόκα, ενός χαμένου συγγραφέα, του οποίου κανένα έργο δεν σώζεται και του οποίου τα γνωστά βιογραφικά στοιχεία είναι κάπως ομιχλώδη.

Ρόλο αφηγητή έχει ο Εστεμπάν Μιρό, ο τριαντάχρονος γραμματέας του Ινστιτούτου Λογοτεχνίας, που εργάζεται τα απογεύματα στη (συνήθως άδεια) βιβλιοθήκη. Χωρίς να το θέλει, βρίσκεται ανάμεσα στις κόντρες των καθηγητών, κάθε φορά πιστεύει και μια διαφορετική εκδοχή από αυτές που του λένε, ενώ δεν αργεί να γίνει συνεργάτης ενός ιδιόρρυθμου καθηγητή-ντεντέκτιβ στις έρευνές του για το πρώτο πτώμα (και για τα υπόλοιπα που θα ακολουθήσουν).

Το αξιοθαύμαστα πυκνογραμμένο μυθιστόρημα του αργεντίνου συγγραφέα μου άφησε πολύ καλή επίγευση. Χωρίς φιοριτούρες, κλισεδιάρικους χαρακτήρες και περιττές αχανείς περιγραφές, μέσα σε 165 σελίδες ο de Santis κατάφερε και χώρεσε επιτυχημένα το αστυνομικό μυστήριο, την κριτική λογοτεχνίας, τα ακαδημαϊκά συμφέροντα, τις παιδικές φιλίες που ξεθωριάζουν, τα ιδρύματα ψυχικών νοσημάτων· όλα αυτά ντυμένα με τον χιτώνα της βιβλιοφιλίας και σχοινοβατώντας διαρκώς ανάμεσα στο ρεαλιστικό και στο φανταστικό.


Και δυο κουβέντες για την υλική υπόσταση του βιβλίου. Μέχρι τώρα δεν είχα ξαναδιαβάσει κάτι από τις εκδόσεις opera και μπορώ να πω πως εντυπωσιάστηκα, καθώς αυτό είναι από τα πιο καλαίσθητα βιβλία που έχει πέσει στα χέρια μου. Εξαιρετική η (ασυνήθιστη) ανάγλυφη υφή του εξώφυλλου και του οπισθόφυλλου, πολύ καλή η επιλογή της γραμματοσειράς (ούτε τεράστια, ούτε μικροσκοπική· ούτε καλλιγραφική, ούτε σαν από γραφομηχανή), ενώ και τα περιθώρια εκατέρωθεν του κειμένου έχουν τις σωστές διαστάσεις.
Όπως και να το κάνουμε, εκτός από το περιεχόμενο, παίζει και το περιτύλιγμα τον ρόλο του...


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

Περί της ανταλλακτικής βιβλιοθήκης του Κολωνακίου

 


Τον περασμένο μήνα πληροφορήθηκα από το διαδίκτυο για τα εγκαίνια της ανταλλακτικής βιβλιοθήκης στην πλατεία Δεξαμενής, στο Κολωνάκι. Πραγματικά, πρόκειται για μια πολύ πρωτότυπη ιδέα : παίρνεις βιβλία, αφήνεις βιβλία, χωρίς περιορισμό, 24 ώρες το 24ωρο.
Η έμπνευση και ο σχεδιασμός ανήκουν σε δύο νεαρούς αρχιτέκτονες, την Ειρήνη Αιμιλία Ιωαννίδου και τον Ελευθέριο Αμπατζή· η κατασκευή πραγματοποιήθηκε με δωρεά κατασκευαστικής εταιρείας και η Εθνική Βιβλιοθήκη δώρισε 400 τίτλους.
Όλα καλά ως εδώ.

Η επί τόπου επίσκεψή μου, όμως, με απογοήτευσε. Όταν δύο εβδομάδες περίπου μετά τα εγκαίνια ανηφόρισα προς την πλατεία Δεξαμενής, το θέαμα που αντίκρισα δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενα. Μια έρημη πλατεία με δυο-τρεις κούνιες σε μια άκρη και σε μια γωνιά της έστεκε μαραμένη η βιβλιοθήκη. Ενώ ανέμενα πως θα την περιτριγύριζε πλήθος κόσμου, σαν κάτι το πρωτόγνωρο για την περιοχή, εντούτοις δεν υπήρχε ψυχή.
Αφού, λοιπόν, την περιεργάστηκα αρχικά από απόσταση, έπειτα την πλησίασα και διαπίστωσα πως μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα λειτουργίας, η βιβλιοθήκη βρισκόταν ήδη σε κατάσταση αποσύνθεσης. Δεν ξέρω τι απέγιναν τα 400 βιβλία που δώρισε η Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά εγώ δεν είδα πάνω από 40-50 βιβλία –στην πλειοψηφία τους ξενόγλωσσα τεχνικά και επιστημονικά, λίγες εφημερίδες και μερικά βιβλιαράκια των εκδόσεων Λυχνάρι. Και τα περισσότερα πεταμένα όπως-όπως μέσα στα ράφια, λες και προορίζονταν για ανακύκλωση.
Τώρα, το πώς τα τετρακόσια βιβλία των εγκαινίων έγιναν πενήντα και μάλιστα σε λιγότερο από έναν μήνα λειτουργίας, ε, αυτό είναι απορίας άξιον. Εντάξει, το καταλαβαίνω πως όλο και κάποιος θα πάει και θα πάρει ένα-δύο-τρία βιβλία χωρίς να αφήσει αντίστοιχα τόσα –αυτό το ήξεραν εξαρχής και οι δημιουργοί και στο κάτω-κάτω δεν είναι μεμπτό εφόσον προωθεί την φιλαναγνωσία– αλλά τελικά πόσοι πρόλαβαν να το κάνουν μέσα σε λίγες μέρες;

Μία ένσταση που έχω είναι η επιλογή της τοποθεσίας. Γιατί επελέγη μια όχι τόσο κεντρική πλατεία του Κολωνακίου και όχι το Σύνταγμα ή το Θησείο ή η Ερμού; Πιστεύω πως σε κάποιο από τα πιο πολυσύχναστα σημεία του κέντρου θα είχε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία το εγχείρημα.

Εν κατακλείδι, δεν είμαι αντίθετος με τη ιδέα της ανταλλακτικής βιβλιοθήκης –κάθε άλλο. Βέβαια, θεωρώ πως είναι εντελώς έξω από την κουλτούρα των Ελλήνων, αλλά αυτό δεν θα πρέπει να είναι ανασταλτικός παράγων. Η κουλτούρα μπορεί να αλλάξει, δεν είναι κάτι το στατικό.
Η βιβλιοθήκη αυτή είναι ένα πρώτο βήμα, αλλά θέλει πολλή δουλειά ακόμα. Λογικό είναι να μην αγκαλιαστεί από την αρχή, ίσως και να αντιμετωπιστεί με κάποια καχυποψία ή επιφυλάξεις (“κι αν κάποιος πάει και τη νύχτα και τα πάρει όλα;” ρωτούσε μια δημοσιογράφος τους δύο δημιουργούς). Απλώς ήλπιζα πως θα τύγχανε περισσότερου σεβασμού –τουλάχιστον για τον πρώτο καιρό.
Δεν πειράζει, όμως. Το πρώτο βήμα έγινε.
Θα την ξανα-επισκεφθώ στο μέλλον και εύχομαι να γράψω πολύ καλύτερα λόγια τότε.