Πέμπτη 4 Απριλίου 2013

«Η πανούκλα» - Albert Camus

Διάβασα την Πανούκλα από μια παλιά έκδοση της Άγκυρας (1972, μτφρ. Δημ. Ζορμπαλάς), η οποία είχε εμφανή επάνω της τα σημάδια των δεκαετιών και μαρτυρούσε πως κάμποσοι αναγνώστες γεύτηκαν το εξαίσιο αυτό έργο του Camus.



Δεκαετία του 1940 στο Οράν, μια πόλη στις ακτές της Αλγερίας. Οι κάτοικοί του ζουν μια συνηθισμένη καθημερινότητα, όταν, ξαφνικά και εν μέσω της άνοιξης, ένα περίεργο φαινόμενο κάνει την εμφάνισή του : ποντίκια αρχίζουν να ψοφάνε σωρηδόν σε κάθε σημείο της πόλης. Σιγά-σιγά, όλοι θα καταλάβουν ότι πρόκειται για αυτό που εξαρχής φαντάστηκαν αλλά δεν ήθελαν να παραδεχτούν. Πανούκλα. Έκτακτα μέτρα επιβάλλονται από τις Αρχές, με το σκληρότερο να είναι ο αποκλεισμός της πόλης. Κανείς δεν μπορεί να φύγει από το Οράν πλέον.

Την ιστορία διηγείται ο «αφηγητής», ένας κάτοικος που έζησε από μέσα το Οράν τον καιρό της πανούκλας και, σε μορφή χρονικού, παραθέτει γεγονότα που είδε και άκουσε τότε. Η αφήγηση αυτή περιστρέφεται γύρω από τον γιατρό Μπερνάρ Ριέ, ο οποίος λόγω του επαγγέλματός του, εμπλέκεται ενεργά στα όσα διαδραματίζονται στην πόλη κατά την περίοδο της επιδημίας.

Το μυθιστόρημα αυτό (που πρωτο-εκδόθηκε το 1947) αποτελεί μια αριστουργηματική δυστοπία. Μέσα σε ένα κλίμα ασφυκτικού εγκλεισμού και συνεχιζόμενης απειλής, που οδηγεί σε μια γενικευμένη θλίψη, δυστυχία, αλλά και μια προσμονή για απελευθέρωση, ο Camus απογυμνώνει άριστα τον ανθρώπινο ψυχισμό και ξεσκεπάζει μια σειρά από -συχνά αθέατα- συναισθήματα και αντιδράσεις. Με μια ζηλευτή λυρικότητα και συνάμα με έναν καθηλωτικό ρεαλισμό, ορμώμενος από κάθε φάση του κύματος της αρρώστιας και την αντίστοιχη αντιμετώπιση των πολιτών, παρατηρεί και περιγράφει μια γκάμα αισθημάτων όπως η άρνηση, η αποδοχή, ο πόνος, ο χωρισμός, η αλληλεγγύη, ο εγωισμός, ο έρωτας, η υπομονή, η ελπίδα, η αισιοδοξία και η αποφασιστικότητα – στην αρχετυπική τους μορφή, έτσι που ως έμφυτα ένστικτα ξεπηδάνε υπό την απειλή της συλλογικής καταστροφής.


Ένα θετικό χαρακτηριστικό του έργου είναι ότι δεν επικεντρώνεται υπερβολικά σε συγκεκριμένους ήρωες, αγνοώντας τους υπολοίπους. Αντιθέτως, παρότι ακολουθεί διακριτικά δυο-τρία άτομα, ο αφηγητής πάντοτε έχει κατά νου να περιγράφει τι συμβαίνει στο σύνολο του πληθυσμού, καθώς ο σκοπός του χρονικού είναι να καταγράψει τα συμβάντα και την τροπή που πήρε η καθημερινότητα των πολιτών εν γένει.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι πως ο αφηγητής κατά κάποιον τρόπο κατηγορεί τους κατοίκους του Οράν, οι οποίοι «δουλεύουν πολύ, μα πάντα για να πλουτίσουν» και «ενδιαφέρονται, ιδίως, για το εμπόριο, κι ασχολούνται πρώτα-πρώτα με το να κλείνουν δουλειές» και δίνει την αίσθηση πως άξιζαν αυτό που μετέπειτα έπαθαν. Στις πρώτες κιόλας σελίδες μας προκαταβάλει με την κάπως αρνητική του γνώμη για τους συμπολίτες του (υπονοώντας πως η πανούκλα που έπληξε την πόλη ήταν ενός είδους νέμεση), θεώρηση όμως που δεν υιοθετεί και στη συνέχεια, όπου με μια σχετική συμπάθεια τους μνημονεύει.

Πολλές είναι οι ερμηνείες που μπορούν να δοθούν σε μια τέτοια δυστοπία. Σύμφωνα με κάποιες από αυτές, ο Camus, με την πανούκλα αναπαριστά τη λαίλαπα του Β’ παγκοσμίου πολέμου. Μια πιο σύγχρονη, επίσης ταιριαστή ερμηνεία, θα ήταν η αντιστοίχιση της πανούκλας με την θηριώδη οικονομική κρίση που πλήττει στον ευρωπαϊκό νότο, καθώς παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά της συλλογικής συμφοράς, μέσα στην οποία παρατηρούμε αντιστοίχως μια μεγάλη γκάμα από ανθρώπινους χαρακτήρες και συμπεριφορές. Βέβαια, ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν, ανάλογα με την κατάσταση μέσα στην οποία βρίσκεται ο εκάστοτε αναγνώστης.

Υπάρχουν πολλά αποσπάσματα που θα ήθελα πα παραθέσω, αλλά μιας και το έχει ήδη κάνει εξαιρετικά το blog Αποστακτήριο Λέξεων εδώ και εδώ, θα αρκεστώ στην τελευταία παράγραφο :
Ακούγοντας, πραγματικά, τις χαρούμενες κραυγές που έρχονταν απ’την πόλη, ο Ριέ θυμόταν πως αυτή η χαρά απειλιόταν πάντα. Γιατί ήξερε πως αυτό το πλήθος αγνοούσε, […] πως ο βάκιλλος της πανούκλας δεν πεθαίνει κι ούτε εξαφανίζεται ποτέ, πως μπορεί ν’αποκοιμηθεί, δεκάδες χρόνια […] και πως θα’ρχοταν ίσως η μέρα, που για συμφορά και διδαχή των ανθρώπων, η πανούκλα θα ξαναξυπνούσε τα ποντίκια της, και θα τα έστελνε να ψοφήσουν σε μιαν ευτυχισμένη πόλη.


2 σχόλια:

  1. Από τα συμφραζόμενα καταλαβαίνω ότι σας άρεσε "Η πανούκλα".
    Και -εννοείται- χαίρομαι. Πολύ.

    κ.κ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όντως, μου άρεσε πολύ η Πανούκλα. Σειρα παίρνει η Πτώση, όσον αφορά στα έργα του Camus.

    ΑπάντησηΔιαγραφή