Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

«Επτά επί Σίβας» - Φαίδων Φιακάς

Ο ιδιωτικός ντεντέκτιβ, Παν Σόμπολ, καταπιάνεται με μερικές υποθέσεις, αλλά παράλληλα βρίσκεται κοντά στη επίλυση της πλέον σημαντικής υπόθεσης : να εξαρθρώσει τη μεγαλύτερη τρομοκρατική οργάνωση, την οποία ήδη ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός κυνηγάει.


εκδ. opera (2002) - σελ. 95


Δυο ευχάριστες αναγνωστικές ώρες πέρασα με αυτήν την σουρεαλιστική ‘κωμωδία του αίσχους’ (όπως υποτιτλίζεται). Έξυπνο χιούμορ, γρήγορη πρωτοπρόσωπη αφήγηση και μπόλικες αστείες στιχομυθίες, με έκαναν αρκετές φορές να μειδιάσω και να θαυμάσω την ικανότητα του Φιακά να παράγει τόσες πολλές και επιτυχημένες ατάκες.

Πίσω, όμως, από την κυρίαρχη χιουμοριστική διάθεση, υποβόσκει και μια κριτική του συγγραφέα στα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας· πιο συγκεκριμένα στην τρομολαγνία, την αστυνομία, τα ΜΜΕ καθώς και το πώς οι πολιτικοί καταφέρνουν συνεχώς να τα εκμεταλλεύονται όλα προς όφελός τους. Εξάλλου, οι περισσότεροι χαρακτήρες παραπέμπουν ευθέως σε πρόσωπα της –τότε– επικαιρότητας (Παν Σόμπολ, Χατζαραφέρης, Εισαγγελάτος, Γατόπουλος, Χαλβαδέλας).

Τέλος, να επαινέσω την επιλογή να μείνει το κείμενο σε λίγες σελίδες, αποφεύγοντας έτσι να καταντήσει κουραστικό από τις συνεχιζόμενες ατάκες, αλλά και να καταθέσω την ένστασή μου για τις αρκετές βωμολοχίες, που προσωπικά (και αντίθετα με την πρόθεση και πεποίθηση κάποιων δημιουργών) περισσότερο με εκνευρίζουν παρά με κάνουν να γελάω…

«Τι γνωρίζετε για τον μυστηριώδη αρχηγό;»
«Ελάχιστα πράγματα. Ξέρουμε το πραγματικό του όνομα, το ψευδώνυμο με το οποίο κυκλοφορεί, τις διευθύνσεις στις οποίες διαμένει και την ημερομηνία της σύλληψής του.»
«Φοβάμαι ότι αυτά δεν είναι αρκετά. Θα ερευνήσω το θέμα.»


Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2014

«Ο συμβολαιογράφος» - Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής

Όσοι των Ελλήνων κατά την αρχήν της επαναστάσεως απήλαυσαν της ενθουσιώδους φιλοξενίας των Κεφαλλήνων, ενθυμούνται ίσως εις Αργοστόλιον, την πρωτεύουσαν της νήσου, τον συμβολαιογράφον Τάπαν, γέροντα ρικνόν, κυφόν, αναφαλατίαν, σεσηρός γελώντα και καλύπτοντα υπό πράσινα δίοπτρα οφθαλμούς υελώδεις και βλέμμα λοξόν.


εκδ. Τα Νέα - σελ. 167


Στις αρχές του 19ου αιώνα, στην Κεφαλονιά, ο πλούσιος κόμης Νανέτος αποκληρώνει τον ανιψιό του, Γεράσιμο, και αφήνει την περιουσία του στον έμπιστο γραμματέα του. Ο ανιψιός, όμως (που δεν αποτελεί και υπόδειγμα τιμιότητος), δεν σκοπεύει να το αφήσει έτσι και δεν έχει πρόβλημα να καταφύγει σε οποιοδήποτε μέσο χρειαστεί. Στα βρόμικά σχέδιά του, θα βρει βοηθό του τον συμβολαιογράφο Τάπα.

Πολύ ευχάριστη έκπληξη αυτή νουβέλα του Ραγκαβή (1809-1892). Ένα παραμύθι μηχανορραφιών και δολοπλοκιών, που περνάει διδακτικά μηνύματα (περίπου όπως και οι μύθοι του Αισώπου) και μέσα από το οποίο αποτυπώνεται, επίσης, η επτανησιακή κοινωνία της εποχής. Είναι ολιγοσέλιδο (αν υπολογίσουμε και τις μπόλικες κενές σελίδες ανάμεσα στα κεφάλαια, τότε με το ζόρι φτάνει τις 140 σελίδες) και διαβάζεται απίστευτα γρήγορα κι ευχάριστα.

Στα αξιοσημείωτα του έργου είναι η γλώσσα –είναι γραμμένο στην καθαρεύουσα, χωρίς όμως αυτό να δυσχεραίνει ούτε στο ελάχιστο την ανάγνωση και κατανόησή του. Προσωπικά, δεν είχα ξανα-διαβάσει κάτι στην καθαρεύουσα και τολμώ να πω πως δεν μου φάνηκε και τόσο δύσκολη στην κατανόηση, ενώ μου άρεσε και το ότι η δομή της χαρακτηρίζεται από μια αυστηρότητα, σε αντίθεση με την νέο-ελληνική, όπου η σύνταξη δεν είναι πάντα τόσο αυστηρή.
Επίσης, να σταθώ στην διάλεκτο που χρησιμοποιείται από τους χαρακτήρες, και κυρίως από τον σιορ Τάπα· μια μίξη της ελληνικής και της ιταλικής γλώσσας, με κάθε του φράση να αποτελείται σχεδόν κατά το εν τρίτο από το ιταλικές λέξεις (εκεί ίσως δημιουργείται μια μικρή δυσκολία, αλλά ξεπερνιέται καθώς οι περισσότερες λέξεις έχουν κοινή ρίζα με τις αντίστοιχες των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών, π.χ. κομανδάρει, μιράκολο, πόβερο, κτλ)

Πολύ ωραία και φροντισμένη η έκδοση, με ένα εκτενές βιογραφικό του συγγραφέα και ένα αναλυτικό εισαγωγικό σημείωμα του Αλέξη Ζήρα. Τέλος, να σημειώσω ότι, έχει διατηρηθεί μεν η καθαρεύουσα, αλλά το πολυτονικό έχει αντικατασταθεί από το μονοτονικό.



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

«Η σκιά της σκιάς» - Paco Ignacio Taibo II

Βρισκόμαστε στο Μεξικό του 1922. Η «τραγική δεκαετία» 1910-1920 (περίοδος συνεχών πολιτικών αλλαγών και ταραχών) έχει μόλις τελειώσει, αλλά η κατάσταση στη χώρα δεν έχει βελτιωθεί πολύ. Τέσσερις φίλοι –ένας δημοσιογράφος, ένας δικηγόρος ιερόδουλων, ένας ποιητής και ένας Κινέζος συνδικαλιστής– που συναντιούνται τα βράδια στο στέκι τους και περνούν τις ώρες τους παίζοντας ντόμινο, γίνονται μάρτυρες (ο καθένας ξεχωριστά) μίας δολοφονίας και μίας πτώσης από πολυκατοικία. Αυτά και σε συνδυασμό με το ότι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να καθίσουν στα αυγά τους, αλλά ψάχνουν το ζήτημα, θα τους βάλουν σε μπελάδες.


εκδ. Τα Νέα - σελ. 355
μτφρ. Κική Καψαμπέλη


Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για αστυνομικό μυθιστόρημα. Ίσως, με την (πολύ) ευρεία έννοια του όρου, να μπορούσε να χαρακτηριστεί έτσι, μόνο και μόνο επειδή στην πλοκή παρεισφρέει μι έρευνα για φόνο. Αλλά ως εκεί. Το θέμα της ιστορίας δεν είναι να βρεθεί ο δολοφόνος –αυτό είναι μονάχα το πρόσχημα που χρησιμοποιεί ο Taibo II για να περιγράψει την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στο Μεξικό έναν αιώνα πριν.

Προσωπικά μιλώντας, σαν λογοτεχνικό έργο δεν με ενθουσίασε. Συγκεκριμένα, τόσο στην πλοκή όσο και στους χαρακτήρες βάζω κάτω από τη βάση, αλλά αντιλαμβανόμενος την πρόθεση του συγγραφέα –και καθώς θεωρώ ότι πετυχαίνει τον σκοπό του–, δεν μπορώ τελικά να μην βάλω (συγκεντρωτικά) έναν καλό βαθμό στο βιβλίο αυτό.
Μπορεί η πλοκή να είναι πολύ χαλαρά χτισμένη (κάπου γίνεται αναληθοφανής, ενώ μου έδωσε και μια αίσθηση παρωδίας) και οι χαρακτήρες να μοιάζουν καρικατούρες, αλλά η ανάγνωση ετούτου του μυθιστορήματος προσφέρει αρκετές γνώσεις γύρω από την ιστορία του Μεξικού των αρχών του 20ού αιώνα, και εν τέλει αυτό είναι που κρατώ και νομίζω πως για αυτό και μόνο αξίζει να διαβαστεί.

Στην έκδοση παρατίθεται ένα εξαιρετικό εξασέλιδο σημείωμα της μεταφράστριας που αφορά στα ιστορικά δεδομένα του βιβλίου καθώς και δύο συνεντεύξεις του συγγραφέα σε γαλλικά περιοδικά.
Ένα απόσπασμα έχει καταγράψει το ιστολόγιο «Η πολυκατοικία μας».